Κείμενο του Κριστιάν Νίρκα

Κάτι μου φταίει. Κάτι με καίει ενώ κλείνω τα μάτια να κοιμηθώ. Δεν μ’αφήνει. Γιατί; Κάτι μου φταίει στο σκοτάδι.

Αλλά είμαι αθώος. Δεν φταίω σε τίποτα. Τα κάνω όλα σωστά.

Είμαι υπάκουος, είμαι καλός, είμαι ό,τι μου ζητάς να γίνω. Δεν ενοχλώ, δεν μανουριάζω, δεν αντιλέγω. Ποτέ! Συνήθως περπατάω σκυφτός. Δεν σε κοιτάω στα μάτια επειδή είμαι δειλός. Τινάζομαι με το παραμικρό!

Φοβάμαι!

Τρώω όλο μου το φαγητό μην με μαλώσεις, μιλάω ευγενικά , φοράω τα κατάλληλα προσωπεία μην με γνωρίσεις. Μα κάτι μου φταίει. Γνέφω καταφατικά με ένα καταναγκαστικό χαμόγελο κάθε φορά που με ρωτάς αν συμφωνώ – εξάλλου και να διαφωνήσω, τι θα καταλάβεις- . Λυπάμαι. Κι αν με δεις μονίμως μα μονίμως κοιμάμαι!

Κι αυτά τα ακουστικά στ’αφτιά μου πάει καιρός που δεν λειτουργούν. Αποφεύγω έτσι το “γεια σου” κι ακούω το χλευαστικό σου γέλιο. Μην νιώθεις άβολα. Πάει καιρός που δεν με πειράζει.

Μα κάτι μου φταίει.

Κάτι μου φταίει όταν βλέπω όλα αυτά τ’αστέρια εκεί πάνω. Δες τα! Είναι όλα ακίνητα, τα βρίσκω κάθε βράδυ στο ίδιο μέρος. Τα κοιτάζω κι εγώ κάθε βράδυ απ’το ίδιο μέρος.

Πλησίασε! Θα σου πω ένα μυστικό

Είναι όλα ίδια.

Ναι, ναι, κάποια λάμπουν πιο πολύ, άλλα λιγότερο. Αλλά όλα τους λάμπουν. Εκεί, ακίνητα. Χιλιάδες αστέρια. Χιλιάδες φωτεινά ματάκια. Χιλιάδες απόμακρα φωτάκια μιας ξεχασμένης πόλης. Κάποια στιγμή προσπάθησα να τα μετρήσω. Άδικος κόπος. Και εξάλλου, δεν τα ξεχωρίζω πλέον. Είναι όλα ίδια.

Μα κάπου κάπου ένα απ’αυτά τ’αστέρια πέφτει. Αν κάτσεις για ώρα ίσως να δεις ένα να φεύγει. Βιαστικά. Με την μια. Σαν το κόψιμο ενός μαχαιριού. Σαν τον πυροβολισμό ενός πιστολιού. Σαν κάτι να καίει. Απόλυτα. Όμορφα. Τέλεια. Αμέσως θα το δεις να σβήνει. Ήσυχα. Απρόσμενα. Ξαφνικά.

Χωρίς αντίο…

Και μετά; Τι μετά; Μετά τίποτα, εξαφανίζεται. Από πού ήρθε; Που πήγε; Αλήθεια που πάνε τ’αστέρια όταν πέσουν; Δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει. Δεν έχει σημασία. Επειδή όταν το δεις θα καταλάβεις : η μόνη οδός είναι μέσω της φθοράς.

Εκείνη η λάμψη που κόβει τον χώρο, γελά με τον χρόνο. Φωναχτά! Γελά φωναχτά με τους άλλους. Που μένουν εκεί :

Καρφίτσες στην ασφάλεια της συνήθειας και στη συνήθεια του τίποτα.

Θέλω να σκέφτομαι ότι γελά φωναχτά απ’την πτώση. Με ανάλαφρο σώμα. Με ακόμα πιο φωτεινό βλέμμα. Γελά! Σαν να μην υπάρχει αύριο. Σαν τρελό! Σαν τρελό!

Και γελάω κι εγώ μ’εκείνο τ’αστέρι. Επειδή το ξέρω.

Κάτι του έφταιγε και είπε να πέσει. Κάτι του έφταιγε και είπε να ζήσει! ΚΑΙ ΖΕΙ!

Εσύ;