Κείμενο του Κριστιάν Νίρκα

Ήταν τρεις το πρωί. Είχε πιει τα κέρατά του. Έπαιζε μουσική 80s στο ραδιόφωνο και δεν μπορούσε να παραβλέψει την κοπέλα στο διπλανό τραπέζι, με εκείνο το μικρό, λευκό σκυλάκι, που δεν έπαψε να τον “τσεκάρει” από την στιγμή που μπήκε στο μαγαζί. Αλλά δεν είχε σημασία. Δεν ήταν Εκείνη.

Εκείνη, αποδείχτηκε ένα ψέμα, μια αυταπάτη, ένα φάντασμα. Δεν μίλησε γι’αυτήν στους φίλους του, δεν μίλησε γι’αυτήν σε κανέναν, οπότε ήταν σαν να μην υπήρχε. Αυτό το Φάντασμα, αυτή “η τελευταία” όπως θα’λεγε ο Καρυωτάκης, δεν ρώτησε ποτέ, απλά έσπασε τις άμυνες του και….και δες πώς τον έκανε να ακούγεται. Τον έκανε να γράφει σιχαμερά κειμενάκια στις τρεις το πρωί, σε ένα βρώμικο μπαρ.

Εντάξει τέρμα το κρυφτό. Κοίτα πως κατάντησα να κρύβομαι πίσω από έναν τρίτο ενικό πρόσωπο. Λες και όλα λύθηκαν έτσι. Λες και τίποτα δεν συνέβη. Ναι, έχασα φίλε. Γέλα όσο θες μαζί μου. Πόνταρα τα ρέστα μου, χωρίς να έχω χέρι.

Εντάξει, ωραία, δες το ρεζιλίκι μου. Παίζει μια μπλουζιά κι εγώ χάνομαι στους ήχους της. Όμως μην με κρίνεις! Δεν θα καταλάβεις ! Δεν τόλμησες ποτέ να νιώσεις, ούτε ν’αφεθείς. Μην τολμήσεις να μου μιλήσεις. Μην με κοιτάξεις. Μια πρόφαση ζητάω απόψε.

Το ασφαλές σου ποντάρισμα, φίλε, τα “πάσο” σου δεν συγκρίνονται με όσα έχω κάνει, με όσα έχω επενδύσει για τα μάτια της.

“Και τι έκανες ρε μεγάλε δηλαδή;” Θα ρωτήσεις.

Έπεσα σ’έναν τοίχο με διακόσια… χωρίς ζώνη. Μην με κρίνεις ! Δεν με ξέρεις.

Εντάξει λοιπόν θα σου πω κάτι ενδιαφέρον αφού μου το ζητάς. Κάποιος άφησε πίσω μια εφημερίδα με αθλητικά. Θα σου έλεγα τα νέα…αλλά είναι χθεσινή. Και σήμερα ήταν μια δύσκολη ημέρα. Η αυριανή βέβαια, ίσως να είναι δυσκολότερη. Μπάρτσα – Έιμπαρ πάντως πήγε 6-1 απ’ότι είδα.