Κακές παρέες
Κοίταξε να δεις, ούτε θέλω κανέναν τούτη τη στιγμή ούτε κανείς με θέλει. Σιωπή και νύχτα αργά. Ακόμα και αυτή η μονόχνωτη και αδιάφορη πόλη που ζούμε, μοιάζει διαφορετική μ’όλες αυτές τις σκέψεις να προχωρούν μαζί μου σαν μια άναρχη παρέλαση.
Βάρος είναι η πομπή που ακολουθώ. Βάρος είναι κοντολογίς οι άνθρωποι. Δύσκολο να ζεις μ’αυτούς. Σε γεμίζουν ερωτηματικά, αδιέξοδα, λυγμούς. Μετά δύσκολο και χωρίς αυτούς. Γιατί χάνονται τα φώτα και οι εξάψεις και το αναπάντεχο.
Μου είναι δύσκολο να διαλέξω. Μπορεί να φταίει η κομπανία μου, που ψελλίζει συνέχεια ρεφρέν από αγαπημένα τραγούδια. Θολώνει τη κρίση μου. Γέμισα ήδη δάκρυα και κοίτα αστείο, δεν το κατάλαβα.
Μιλώντας για αστεία, να σου πω το καλύτερο μου: γελάω πολύ όταν καταλαβαίνω πόσο πέφτω πανεύκολα απ’τη στέγη με τις χαρές στα δάπεδα με τις λύπες. Άκου και το άλλο, συνήθως πέφτω γελώντας και ανεβαίνω πλαντάζοντας.
Η νύχτα με κατακλύζει. Κοντεύουμε σπίτι μου. Εκεί θα ανοίξω την πόρτα στην παρέα του δρόμου μου. Θα μπει. Θα στρωθεί σίγουρα στο κρεβάτι μου. Έπειτα θα συνεχίσει το μπλα -μπλα.
Αν ζήταγα τώρα μια χάρη απ’το φεγγαράκι είναι να κάνει αυτή τη ξέφρενη παρέα να σωπάσει. Ακόμα να φέρει γρήγορα τον ήλιο. Λυπάμαι που το ζητάω μα δεν έχω άλλη επιλογή.
Έπειτα το φεγγαράκι ξέρει πως σ’έχω κοιτάξει και πως με βάρυναν οι μέρες που κύλησαν και ξέρει επίσης πως δεν υπάρχει άλλη λύση απ’το να σηκωθώ στα πόδια μου σαν να μη με κρατάει τίποτα. Το φεγγαράκι βλέπει την ανάγκη μου και δεν με παρεξηγεί.
Χριστίνα Γιαβάσογλου