Οι πληγωμένοι ξέρουν και διαβάζουν ο ένας τον άλλον σαν ανοιχτό βιβλίο. Δεν χρειάζονται πολλές λέξεις , μόνο πέντε –έξι βλέμματα ή ένα άτσαλο χάδι αρκούν.

Αυτά σου’λεγα και βούρκωσες ενώ με κοίταγες απευθείας στα μάτια . Τι έγινε αγάπη μου; Γιατί δεν μ’άφηνες να χαϊδέψω τόσο καιρό τις πληγές σου; Τώρα που σ’έχω στην αγκαλιά μου και σε γεμίζω με απλά φιλιά, σαν εκείνα που σου δίνει κάθε πρωί ο ήλιος βλέπω πόσο εύθραυστος είσαι. Φοβάμαι μη σε τραυματίσω κι εγώ έτσι που στάζουν τα μάτια σου αβίαστα.

Οι χαρακιές στο λαιμό σου κραυγάζουν δύναμη. Τότε γιατί διακρίνω στο άγγιγμα σου τόση αδυναμία;

Πάμε στο παράθυρο. Θέλω να σου δείξω εκείνο το πληγωμένο περιστέρι που κάθεται εδώ και τρεις μέρες στο περβάζι μας . Χαζεύει τη λεωφόρο και τα απωθητικά καλώδια που μουτζουρώνουν τον ουρανό . Κάθε φορά που ανοίγω προσεκτικά το παράθυρο τρομάζει και κάπως ανασηκώνεται, μήπως το πειράξω, μα δε φεύγει. Προφανώς δε μπορεί ακόμα να πετάξει . Σε λίγο καιρό όμως, πίστεψέ με, θα’χει θρέψει και θα φύγει .

Κι εσύ ψυχή μου, θα’ρθει η μέρα που θα πετάς και ούτε θα θυμάσαι ό,τι προηγήθηκε. Μα σε παρακαλώ, μείνε στο παράθυρο μου μέχρι να δυναμώσεις . Μη φοβάσαι για μένα.

Οι πληγωμένοι διαβάζονται σαν ανοιχτό βιβλίο . Κι εγώ θέλω τόσο να σε διαβάσω που δε με νοιάζουν οι σκισμένες και τσαλακωμένες σου σελίδες .

Χριστίνα Γιαβάσογλου