Άρθρο του Κώστα Σκούρτη

«Στον άνθρωπο δεν υπάρχει κανένα ένστικτο, που να μη βρίσκει το αντίθετό του σε κάποιο άλλο» μας λέει ο Jung ενώ ο Freud παρουσιάζει την ανθρώπινη ψυχή ως το πεδίο δράσεως των δύο βασικών και αντιθετικών ενστίκτων: της ζωής (του έρωτα) και του θανάτου (της καταστροφής). Και οι δυο τους όπως και η σχολή των ψυχαναλυτών γενικά παραδέχονται το Εγώ ως το αποτέλεσμα της αέναης σύγκρουσης των ασυνείδητων παρορμήσεων που ζητούν ικανοποίηση με το Υπέρ-Εγώ που, σαν σύνολο των ηθικοκοινωνικών απαγορεύσεων, αναστέλλει την πραγμάτωσή τους. Αποδέχεται, λοιπόν, η ψυχαναλυτική προσέγγιση την ύπαρξη του πόνου που προκαλεί η σύγκρουση αυτή στον άνθρωπο και στρέφει την προσοχή της στην προσπάθεια της λύσης του προβλήματος μέσω της αποδοχής της ασύνειδης και εν πολλοίς ποινικοποιημένης μας ζωής, η οποία θα βοηθήσει τον άνθρωπο να εναρμονίσει τις αντιθετικές του τάσεις και έτσι να επιτύχει μια κατάσταση (σχετικής τουλάχιστον) ισορροπίας. Επιχειρώντας τη χαλάρωση των αντιστάσεων που γεννά ο κόσμος των συμβάσεων (Υπέρ-Εγώ) βαθαίνει στον εσώτερο εαυτό του υποκειμένου, τον φωτίζει, τον ερμηνεύει και πασχίζει να τον κατανοήσει. Είναι με λίγα λόγια μια διαδικασία στην οποία ο αναλυόμενος καλείται να κοινωνήσει το βάθος του έτσι ώστε να λάβει γνώση του κρύφιου εαυτού του για να έχει την ευκαιρία έπειτα να πλουτήσει με αυτή τη γνώση το Εγώ του, τον έλλογο δηλαδή εαυτό του.

Από τη δική της σκοπιά η θρησκεία βλέπει επίσης τον άνθρωπο ως ένα σύνολο αντιθέτων, η σύγκρουση των οποίων πονά την ανθρώπινη ψυχή που για να διαφύγει απ’ αυτή την ταλαιπώρια θα επιλέξει στην ορμή ποιας τάσεως θα αφεθεί.

Η θρησκεία, όπως και η ψυχανάλυση, μας γνέφει σε μια εμπειρία αυτογνωσίας. Επιθυμεί να φωτίσει κι αυτή τα μέσα μας σκοτάδια και να μας καταστήσει κοινωνούς του βαθύτερου Είναι μας∙ μέσω μυστικών, εκ-στατικών διαδικασιών μας δίδεται η δυνατότητα να λάβουμε γνώση της θείας βούλησης της οποίας τον λόγο αν δεξιωθούμε θα επιτύχουμε την ψυχική γαλήνη. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για να ζήσουμε στο φως που μας χορηγεί η θεία χάρις είναι να πάψουμε να αισθανόμαστε φόβο απέναντι στα άγνωστα, ανήλιαγα μέρη της ψυχής μας και να τα αποδεχθούμε, να συμφιλιωθούμε με τη σκοτεινιά μας∙ εξάλλου για να φωτίσουμε το ερεβώδες, τρομαχτικό δωμάτιο οφείλουμε αρχικά να εισέλθουμε σε αυτό…

Εφόσον λάβουμε τη γνώση, κατά τη θρησκευτική αντίληψη, έχουμε την ευθύνη της επιλογής (τι θα κάνουμε τελικά με τη ζωή μας). Και η θρησκεία δηλαδή μέσα από τις δικές της διεργασίες προσφέρει μια εναλλακτική δυνατότητα του υπάρχειν.

Αυτή όμως η άλλη ύπαρξη, η αναγεννητική εμπειρία για την οποία μιλούμε έχει μεγάλο κόστος και επιφέρει μεγάλο πόνο, καθώς όπως κάθε ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο και ένας θάνατος δεν είναι κάτι που βιώνετε χωρίς οδύνη. Όσο και αν με ενοχλεί η παρούσα συνθήκη της ζωής μου, από τη στιγμή που έχω συνηθίσει να ζω σ’ αυτήν και την ίδια στιγμή μου παρέχει ένα υποτυπώδες έστω αίσθημα ασφάλειας, δεν πρόκειται να την αλλάξω έτσι εύκολα. Και αν οι λογικές μου αντιστάσεις καμφθούν χωρίς σπουδαίο κόπο υπό το κράτος των προβλημάτων που χαρακτηρίζουν το υπάρχον σε αντιδιαστολή με τις ελπίδες που στολίζουν το αλλιώς, είναι βέβαιο πως ασυνείδητα έστω θα θέσω σειρά εμποδίων στην όποια απόπειρα αλλαγής.

Αυτό θα πρέπει να το έχουν κατά νου ιδιαιτέρως όσοι ευκόλως φλυαρούν περί επαναστάσεως και απερίσκεπτα κηρύττουν έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο ζωής (εις το μέλλον πάντοτε) την ίδια στιγμή που η καθημερινή τους δραστηριότητα τους διαψεύδει και μάλιστα οικτρά. Η επανάσταση, δυστυχώς, είναι μια καραμέλα που πιπιλάει πολύς κόσμος για να περάσει απλώς την ώρα του και κινδυνεύει να λιώσει αν δεν έχει ήδη στεγνώσει από το νόημα της…(όταν θέλουμε να θανατώσουμε έναν τρόπο ζωής, έναν κόσμο ολάκερο και να αναστήσουμε στη θέση του έναν άλλο οφείλουμε να ξέρουμε τι λέμε)

Αναφέρθηκα και προηγουμένως στην κοινή διαπίστωση ψυχανάλυσης και θρησκείας: στην αναγκαιότητα ο άνθρωπος να ζήσει το σκοτάδι του για να μπορέσει να βιώσει την εμπειρία του φωτός. Υπάρχει βεβαίως μια βασική διαφορά: η ψυχανάλυση κρατά αποστάσεις από την ηθικολογική ταύτιση του φωτός με το αγαθό, ταύτιση που δέχεται η θρησκεία. Για την ψυχανάλυση ο άλλος, ο ανεστημένος εαυτός δεν είναι οπωσδήποτε και ένας ηθικά καλύτερος εαυτός μα απλά ένας πιο ισορροπημένος, λιγότερο πονεμένος και άρα ευτυχέστερος εαυτός. Για τη θρησκεία ο άλλος εαυτός σημαίνει και έναν καθαρμένο και άρα ηθικά ανώτερο εαυτό. Η θρησκεία θεωρεί ευτυχέστερη την ύπαρξη που ζει σύμφωνα με μια ηθική το ιδανικό της οποίας έχει (όπως και κάθε ιδανικό) θεία προέλευση (Οι θρησκείες και ο τρόπος ζωής που προτείνουν αποτελούν σίγουρα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της κοινωνικής/ηθικής φιλοσοφίας).

Η ψυχανάλυση και η επιστήμη γενικότερα πασχίζει να βάλει τάξη στη ζωή του ανθρώπου αμβλύνοντας τις δυσκολίες που αφορούν στο εξωτερικό περιβάλλον και βοηθώντας το άτομο στη δυνάμωση του έλλογου εαυτού του. Η θρησκεία μακραίνει ή μάλλον βαθαίνει τον στόχο της θέλοντας να προτείνει και μια συγκεκριμένη ηθική τάξη πραγμάτων στην οποία αντιλαμβάνεται την αφετηρία, τη βάση όπου θα εδραιωθεί η σύνολη ύπαρξη του ανθρώπου. Επιθυμεί να βρει μια έξοδο από την χαοτική, άπονη και άλογη φυσική πραγματικότητα και για να το κατορθώσει εξιδανικεύει έννοιες, καταστάσεις ή τρόπους του υπάρχειν, ενώ δημιουργεί μια μυστική σχέση μαζί τους. Η επιστήμη δηλαδή στην αυθεντική της έκφραση είναι α-πολιτική, από την άλλη η θρησκεία είναι βαθιά πολιτική. Και οι δυο τους πάντως προσπαθούν (ματαιοπονούν στην ουσία) να βάλουν μια τάξη στο χάος που μας περιβάλλει και τέκνα του οποίου φαίνεται να ήμαστε (υιοί της απωλείας…)

Το χάος φυσικά δεν έχει λογική και άρα ο Λόγος στέκει, όσο κι αν κομπάζει, αδύναμος μπροστά στην τρομερή και ακατανόητη κίνηση του. Από την άλλη, το χάος δεν έχει μήτε ηθική και έτσι οι θρησκείες δεν φαντάζουν παρά ως ένα καθησυχαστικό παραμύθι, μια καταπραϋντική αλοιφή πάνω στο θανάσιμα πληγωμένο κορμί του ανθρώπου. Το χάος και εφόσον ταυτίσουμε την ουσιαστική πραγματικότητα με αυτό, η ίδια η πραγματικότητα μας ξεπερνά, δεν θα την αγγίξουμε ποτέ, αφού τα μέσα μας (τουλάχιστον τα γνωστά) είναι αδύναμα. Δυνάμεθα ίσως να πάρουμε μια μυρωδιά από την οσμή του απόλυτου που ο καθένας –όπως φαίνεται- την ερμηνεύει κατά το δοκούν.

Έχει νόημα λοιπόν η επιστήμη και η λογική οργάνωση του βίου μας; Έχει νόημα η εναγώνια, σπαραχτική προσπάθεια μας να αντλήσουμε νόημα από οτιδήποτε γήινο ή ουράνιο, υλικό ή αφηρημένο; Έχει νόημα εν τέλει η ζωή;

Όσο κι αν προχώρησε ο ανθρώπινος νους σε ανακαλύψεις θαυμαστές και επεξηγήσεις καθησυχαστικές, όσο κι αν ημέρωσε ή μάλλον κάλυψε ο «πολιτισμένος» δυτικός τον ακατανόητο καλπασμό του εσωτερικού του αλόγου, δεν κατάφερε όμως να απαντήσει στο ερώτημα του αν έχει ή όχι νόημα η ζωή του. Όσο μεγάλα και γερά κι αν έφτιαξε δεκανίκια δε δείχνουν ικανά να τον βαστάξουν. Παραμένει τόσο ισχυρό το βάρος της εσώτερης, υπαρξιακής του αγωνίας που όλο και τον γκρεμίζει τον δύστυχο. Τον γδούπο της πτώσεως του άμοιρου θνητού ακούμε πάντοτε όσες φορές κι αν, συνεπαρμένος από την εκάστοτε παραμυθία που σκάρωνε, σκαρφάλωσε σε ύψη που θα του χάριζαν -πίστευε ο μωρός- τη λύτρωση. Και ακόμα να καταλάβει ο ξεροκέφαλος πως δεν υπάρχει σωτηρία, πως δεν θα βρει τη λύτρωση και πως το μόνο που μπορεί, με αγώνα πολύ και αυτό, να καταφέρει είναι να χαλαρώσει λίγο τη θηλιά που σφίγγει γύρω απ’ τον λαιμό του.