Στις τρεις ακριβώς, μια κυρτωμένη φιγούρα με φθαρμένα ρούχα θα περπατούσε για λίγο στην κουβέρτα. Με αργές και αποφασιστικές κινήσεις θα τεντωνόταν, ελέγχοντας παράλληλα αν όλα λειτουργούσαν σωστά στο παπόρι*. Κάθονταν πάντα σε μια ψάθινη καρέκλα που αντίκριζε την θάλασσα. Ήταν η μόνη στιγμή που άφηνε την λαγουδέρα** από τα χέρια του. Τα χαράματα. Περίμενε υπομονετικά τον καφέ του, έναν σερμπέτι*** –μια καφέ και δυο ζάχαρη για να μοιάζει σ’εκείνη. Καραβίσιος καφές, μπελαλίδικος, βαρύς. Σαράντα από τη μια, σαράντα κι από την άλλην. Εντελώς καραβίσιος. Δεν είχαμε και πολλά μπακίρια, ένα μπρίκι και ένα κατσαρόλι για τα μακαρόνια. Η κούπα του ήταν αυτή με το κυπαρισσί χρώμα, μύριζε από τους πολλούς καφέδες.

22291894_195874980955335_504948363_n

Στρατή, ποσό χρονών είμαι;

– Πάλι τα ίδια καπετάνιε μου;

– Α, μπόλικες είναι οι φούσκες του. Δεν θα τις μετρήσω ούτε σήμερα. Ορίστε και το μπαξίσι σου.

Πολλές φορές, οι άλλοι τον είχαν για λωλό και του φωνάζανε: “Βασιλέα, βασιλέα χρυσός είναι ο θρόνος σου;” και “κακακα” τα γέλια. Αφού μια φορά γέλασα κι εγώ, χωρίς να το θέλω. Τον φοβήθηκε η ψυχή μου.

“Όχι Ζορμπάδες μου, μα χρυσή είναι η ψυχή μου”

     22323168_195874720955361_1935940745_n

Ύστερα μου ζήτησε να κάτσω δίπλα του, όπως κάθε ξημέρωμα. Τότε μου’λεγε για ναύτες γενναίους, κορίτσια όμορφα με μαύρα μάτια, τέρατα λυσσασμένα που΄τρωγαν πλοία και πλοία, και σειρήνες-μάγισσες με φωνή αγγέλων. Έλεγε τα πιο ωραία παραμύθια. Άλλωστε αυτά με μεγάλωσαν. Όμως εκείνη την ανατολή μου’πε λόγια σοφά κι αντρίκια που τότε δεν καταλάβαινα.

“Να βρεις έναν στόχο, Στρατή μου, και να βαδίζεις πλάι του…”

 

“…Έτσι κι αλλιώς, δεν νοείται ζωή ανθρώπου δίχως στόχους. Γιατί θα’ρθει μια μέρα που θ’αναλογιστείς τι έκανες και θα εύχεσαι η σούμα σου να’ναι θετική, για να είναι και η πλάκα σου ελαφριά. Να φύγεις από’δω. Δεν είναι για όλους η θάλασσα. Είναι γυναίκα όμορφη, μα ύπουλη. Να, κοίτα τη πως χορεύει. Μην κοιτάς εμένα. Εγώ είμαι δειλός. Ποτέ δεν μου άρεσαν  τα πλοία. Ήρθα εδώ γιατί το είχα ανάγκη. Ένας μποέμης ήμουνα. Πήγαινα στον κάπελα τον Βασίλη και έκανα χάζι τους ρεμπέτες. Με τους άλλους τους κονιόρους, να’βλεπες που λιμάραμε τα ζάρια και μας είχανε και μουρντάρηδες και ματσαράγκες****… Μέχρι που γύρισε ο μπάρμπας μου απ’τα καράβια και φοβήθηκε μη μπλέξω με το πολιτσιμάνο και γίνω φελούτσικος. Πόσο την μισούσα αυτήν τη λέξη όταν την ξεστόμιζε, μου φαινόταν σαν να την έφτυνε. Εμένα ο μόνος μου στόχος ήταν να μην γίνω φελούτσικος, γι’αυτό και με πήρε μαζί του στα καράβια. Στην αρχή, σκιαζόμουν τα πάντα, τον πατέρα μου, το πλήρωμα, το φουγάρο, μα πιο πολύ εκείνη την σκερτσόζα*. Δεν τόλμαγα, ούτε να την κοιτάξω, με αυτό το θυμωμένο πάντα μπλε. Τώρα πια, που έμαθα να κουσουμάρω, μου’δωσε  τον θυμό της κι εγώ το κασαβέτι μου. Ήθελα να κάνω οικογένεια,  να έχω κάποιον να με περιμένει, κάποιον να με κλάψει. Άλλα ποιος θα ξεπέσει πάνω από το παλιοτόμαρο μου; Αναρωτιούνται αν αγάπησα. Τι ξέρουν αυτοί από αγάπη; Δεν θα μπορούσαν ποτέ να νιώσουν αυτό που ένιωσα εγώ. Μ’ένα γράμμα και μια υπόσχεση αιωνιότητας, παρέμενα ελεύθερος ή τουλάχιστον ζωντανός. Ο έρωτας σε κάνει ελεύθερο. Όμως βλέπεις, εγώ ερωτεύτηκα και την θάλασσα, μαζί κι αυτή. Ύπουλη γυναίκα. Πάνε πενήντα χρόνια τώρα, που προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως δεν έκανα λάθος. Δεν περνάνε οι μέρες εδώ εύκολα, Στρατή, και πρέπει να ξεφύγεις. Δεν είναι για όλους η θάλασσα. Έχει κι αυτή μάθει να επιλέγει. Δεν κουλαντρίζεται**.»

Ήταν καλός άνθρωπος ο μακαρίτης, μα μπερδεμένος. Ήταν από τις περιπτώσεις ανθρώπων, που όταν φεύγουν δεν το καταλαβαίνεις αμέσως. Ένα πράγμα μετανιώνω, που δεν του είπα κι εγώ δυο κουβέντες. Όχι καμιά φιλοσοφία. Να ένα :

“Καπετάνιο, δεν ήσουν ποτές φελούτσικος, εγώ θα σε κλάψω, μην ανησυχείς κι έβαλα στόχους.”

black_white_portrait_photo_21

 

Διήγημα της Χαράς Μούσχουρου,

Μαθήτριας 1ης Λυκείου του Λεόντιου Λυκείου Νέας Σμύρνης

 

____________________

*το παπόρι : (λαϊκότρ.) το βαπόρι.
** η λαγουδέρα : (ναυτ.) τμήμα του τιμονιού με το οποίο γίνεται ο χειρισμός του πηδαλίου σε βάρκες και σε μικρά ιστιοφόρα· το δοιάκι.
***το σερμπέτι : είδος γλυκού, μεταφορικά για κάτι πολύ γλυκό
**** μουρντάρηδες και ματσαράγκες : βρομιάρηδες και δόλιοι
*σκερτσόζος-α-ο: που κάνει σκέρτσα, νάζια [ιταλ. scherzoso]
** κουλαντρίζω και κολαντρίζω : (προφ., λαϊκ.) με πειράγματα προκαλώ, ερεθίζω κπ / χρησιμοποιώ, οδηγώ΄[τουρκ. kulland]