Έδιωξα την πιο πιστή μου λεγεώνα. Χαμηλά, στο κάστρο του χειμώνα,
χάραξα στους τοίχους με μαχαίρι,
έναν ήλιο ταπεινό, και ένα καλοκαίρι.

Ίσως τώρα έρχεται βροχή,
ίσως η βροχή θα γίνει χιόνι,
κι ας τελειώνει η μουσική,
ο χορός -το ξέρεις- δεν τελειώνει.

Όσα κύματα πηγαίνουν στην ακτή,
δεν έχουνε χαθεί, μα κουραστεί
να ψάχνουν στους ανέμους,
μαζί με τους τρελούς,
μαζί με τους χαμένους,
θαμμένους θησαυρούς
στον χρόνο παγωμένους

Αν πήγες εκεί,
δείξε μου πώς πενθεί η σιωπή
Αφού η φωνή δεν μου αρκεί να θρηνήσω.

Οι πιο καλοί μου προδότες,
είναι πάντα κοντά μου.
Μπορεί να μ’ακούσουν.

Καθώς με όλους σαν όλους σκουριάζω,
στου πελάγους το πιο όμορφο ψέμα,
κρυώνω, κουρνιάζω και τρέμω
– σου μοιάζω!
Ρωγμές στη φωνή, στα μάτια, στο στόμα,
στην ίδια αλμύρα κόκκινο χρώμα,
εκείνος ο βράχος, βαμμένος ακόμα

Αυτός ο ρυθμός της φωτιάς, του σωστού και του λάθους,
αυτός ο χορός της φθοράς, του θυμού και του πάθους,
μην με ρωτάς αν λυτρώνει.
Κάποια στιγμή μόνο -θα δεις!-
στον αφρό μας ακόμα κι ο βράχος θα σπάσει
σαν σκόνη.

Κριστιάν Νίρκα