Κείμενο του Κριστιάν Νίρκα

Μη με φοβάσαι, και δεν έχω μαχαίρια πλέον για χέρια. Τα χαράμισα όλα στις πλάτες των σκιών μου. Χίλια πρόσωπα δεν έχω, παρά μόνο τούτο εδώ το ραγισμένο προσωπείο, με τους μαύρους κύκλους κάτω απ’τα μάτια, με την στάχτη για μάτια, με κάτι σαπισμένες κλωστές ίσα- ίσα που βαστάνε ακόμα ψηλά τις άκρες των χειλιών μου.

Μα δεν θέλω να λυπάσαι. Χαμογέλασε!

Ξέρεις, σήμερα είδα ένα παιδάκι, ένα μικρό κοριτσάκι που έτρεχε κρατώντας ένα κίτρινο μπαλόνι. Είδα τον παράδεισο στα μάτια της. Θυμάσαι; Όταν ήσουνα παιδί, κουβαλούσες κι εσύ έναν ολόκληρο παράδεισο στις άκρες των βλεφάρων σου. Θυμάσαι; Μπορούσες να γελάσεις – ν’αγαπάς. Έτσι απλά. Χωρίς λόγο. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς να φοβάσαι. Θυμάσαι;

Είναι αστείο, μπορεί να με χλευάσεις, αλλά νομίζω το κάνεις ακόμα. Νομίζω κάπου εκεί σε μια γωνία των μεγάλων σου ματιών, φύλαξες ένα στρέμμα παραδείσου. Έχτισες ένα ταπεινό αρχοντικό και κάπου -κάπου με καλείς να σ’επισκεφτώ. Καμιά φορά κουρνιάζω εκεί μέσα όλο το βράδυ. Κλείνω τα μάτια μου, σβήνω τις σκέψεις, καίω τις λέξεις. Κοιμάμαι.

Μετά, το πρωί, ξυπνάω μια νύχτα πιο νέος! Πίνω μια γουλιά απ’τον καφέ που μου έφτιαξες, κι αυτό ζεσταίνει τα μουχλιασμένα τοιχώματα του στέρνου μου.

-Καλημέρα!