Ο κρύος φθινοπωρινός αέρας που κάνει ακόμα και τα δέντρα να χορεύουν το πιο απαλό τανγκό. Είναι και τα μάγουλα που ροδοκοκκινίζουν λες κι είμαστε παιδιά. Τα χέρια που σφίγγουν στο παιχνίδισμα της μοίρας. Πνοές.

Η σιωπή και μετά οι λέξεις που πνίγουν ολόκληρους ωκεανούς στο πέρασμά τους. Ο άτακτος χρόνος. Τα βήματα, ρυθμικά κι αέρινα- τα βιαστικά. Ο απόλυτος ήχος του τακουνιού στην κρύα άσφαλτο. Πυροβολισμοί. Οι πολύχρωμες σκέψεις, τα άχρωμα βλέμματα. Στην καρδιά ακίνητος ο στόχος, θα τον πετύχει, μ’αυτή δεν θα πάψει να χτυπά. Οι τελείες στο χαρτί δεν θα ματώσουν και ούτε θα σβήσουν εκείνες ψηλά στον ουρανό.

Ποια λογική; Ποια τάξη; Το χάος είναι η μόνη γνωστή αρχή του σύμπαντος. 

Κι έπειτα, ο περίπατος ανάμεσα στην μοναξιά του πλήθους. Η αναρχική πορεία στα  παραμύθια των μεγάλων. Τα άυπνα βράδια και οι επτά ημέρες της κολάσεως. Θυμάμαι, μου’δειχνε γελώντας, τα βρώμικα χέρια των αγγέλων κι έναν παράδεισο στα μάτια των δαιμόνων. Με ρώταγε μετά:

“Τώρα πιστεύεις στους ανθρώπους;” 

Το καπέλο ενός γνώριμου κυρίου, το τελευταίο του τσιγάρο, το σιχτίρισμα. Φτου κι απ’την αρχή. Οι συζητήσεις με αυτούς που κατοικούν στα βιβλία. Η κρύα οδός με τις πόρνες. Γιγαντοαφίσες ταινιών όπου πάντα νικούν οι καλοί.

Μα αν νικάνε πάντα οι καλοί, γιατί υπάρχουν ακόμα θλιμμένα παιδιά;

Κι έτσι καίγονται κάτι κομμάτια απ’τα ανεξήγητα δάκρυα. Στάχτη πάνω στο κατάλευκο πουκάμισο. Στάχτη πάνω στο χαρτί που το μελάνι ακόμα να στεγνώσει. Στάχτη πάνω στις πολύχρωμες φωτογραφίες, ώσπου να γίνουν ασπρόμαυρες. Λευκό και μαύρο. Τα μόνα αληθινά χρώματα. Ζωή και θάνατος. Οι μόνες αποχρώσεις των άκρων. Μ’αυτές να ερμηνεύεις τον κόσμο ισορροπώντας σαν τον σχοινοβάτη επάνω στη σκηνή παραμιλώντας μεθυσμένος. Γελώντας υστερικά για τις μνήμες των παιδικών σου χρόνων. Αποσιωπώντας την λησμονιά των τελευταίων στιγμών. Σκοτώνοντας εκείνον τον φόβο για το ύψος, εκείνη τη λαχτάρα για την πτώση. Μην βιαστείς. Θα προλάβεις.

Η προσμονή. Το βαρύ σώμα της νύχτας που κουρνιάζει μέσα στο ποτήρι. Τα ιδρωμένα στήθη που κουρνιάζουν μες στη μουσική. Κι έτσι πορευόμαστε ψυχή μου. Με τα άτσαλα βήματα ενός παράλογου χορού. Αν κοιτάξεις από ψηλά, ίσως δεις στίχους  χαραγμένους πάνω στο παρκέ της μελωδικής μας ήττας.

Κριστιάν Νίρκα