τίποτα μες τις λέξεις μου δεν είναι αναγκαίο
ό,τι έχω πει το έκρυψα βαθιά μέσα στη νύχτα
να μη το βρει η θάλασσα σαν είμαι μες τα δίχτυα
σ’αυτά που με τυλίγουν όταν παίζω τον σπουδαίο

ό,τι για εμένα είναι σωστό για σένα θα ναι λάθος
μα τι είναι λάθος τι σωστό για εμένα είναι παγίδα
κάτσε κάτω απ τη στέγη μου έρχεται καταιγίδα
έρχεται να μας κυβερνά μέσα στο ίδιο πάθος

 


 

Δες πως περνιέται μια ζωή
Σε ένα όνειρο φτιαγμένο από πυλό κι από οργή
Μοιάζει να είναι αληθινή
Δες! Έχει θύματα, έχει θύτες κι ανθρωπάκια με στολή

Δες! όλα έχουνε πνοή
Και ζωντανεύουν στον καθρέφτη σου με τρόμο κάθε αυγή
μέχρι να γίνουνε κραυγή
που θα τραντάξει και θα σπάσει ό,τι φοβάσαι από τα νύχια ως την κορφή

Βιάσου! Σου μένει μια στιγμή
αυτή που γέννησε στο απόσπασμα του χρόνου μια ρωγμή
Κι αν δεν τη ζησεις θα ΄ναι κει
Να σε ξυπνάει σαν εφιάλτης, να σε πνίγει σαν ντροπή


 

Μύρισαν θάνατο τα χώματα που βάδισα
κι απόψε ξημερώματα προσπάθησα να σβήσω μονομιάς
όλα τα χρώματα, της νύχτας τα καμώματα που η μέρα αντικρίζει
και πεθαίνει και μια ιδέα μέσα μου γεννιέται
και βαριανασαίνει, μέχρι να γίνει η οργή που θα σκεπάσει
αυτή την πόλη που μας ξέβγαλε και είμαστε όλοι ξένοι
μες τους ξένους κοιτάζοντας αδιάφορα αυτούς τους ματωμένους
δρόμους. Σε υπονόμους ξεχασμένοι, από στοιχειά κυνηγημένοι κι από
νόμους, αδέλφια μας θα έχουμε πάντα τους παρανόμους, στα σοκάκια
που βαδίζουμε παρέα με γερμένους ώμους, πόνους από αμέτρητα χτυπήματα
γεννήματα της φτώχειας και διλήμματα ζωής, σκλάβοι στα τοπία μιας
απόκοσμης κραυγής και προδομένοι από τα όνειρα. Μα τι να πεις κι εσύ
ξέρω πως μόνος μου μιλάω στα πατώματα, γι αυτό με βλέπεις να παραπατάω,
σου λέω ποτέ δεν έμαθα κανένα να μισώ μα έχω μάθει μόνο λίγους να
αγαπάω στη ζωή μου. Αν θες κάτσε μαζί μου να κάνουμε ακόμα ένα τσιγάρο και να
πούμε ιστορίες για την ένδοξη φυγή μου…


 

Έχουν περάσει δυο αιώνες από πάνω μου, διακόσιοι χειμώνες,
διακόσιοι δαίμονες του μυαλού μου θαμώνες.
Και είναι πια μόνες οι σκιές μες το δωμάτιο,
πόρνες κλέβουν το φως μου για να χτίσουνε την άβυσσο.
Κι εγώ όλο πέφτω απ’ τον παράδεισο και σβήνω,
μη με ρωτάς τι θα απογίνω.
Όπως κατάλαβες δεν ήρθα για να μείνω και πολύ,
οι νύχτες μου περνάνε σε κελί, οι μέρες μου
περνάνε δύσκολα με ένα γιατί.
Είναι γαμώτο που λείπεις κι εσύ.
Θα σε φώναζα μα πλέον δεν έχω φωνή,
γιατί ξεχάστηκα σε μια φυλακή και γελάστηκα.
Εδώ που είμαι να ξέρεις καταπιάστηκα απ’ ό,τι βρήκα,
κάθε βράδυ μεθυσμένος – σκνίπα για το τίποτα.
Μακάρι να ‘χα λέξεις για να πω τα ανείπωτα…
Μα τώρα είναι ώρα για ύπνο,
οι δαίμονές μου με καλούν στο τελευταίο μου δείπνο.
Φοβάμαι…
Μα υποσχέσου μου οτι θα με θυμάσαι που και που όπου και να ‘μαι,
ως που να πάψω να λυπάμαι
για ο,τι έζησα, για ο,τι πέρασα, για ο,τι ένιωσα
μα πάλι απ’ την αρχή θα πάω κι ας έχασα…