Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε την νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι είχε σκεπάσει για τα καλά το βουνό πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη. Δεν θέλει όμως να γυρίσει πίσω, κι έτσι όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια τα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό.

Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί πιάνεται από το σχοινί με μία ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι , θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.

Κοιτάζει  προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω του. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει. Ξαφνικά το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτα, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος  με το σχοινί μέσα στο φοβερό κρύο κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στην χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.

Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια, δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δύο τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ανέβει να ψάξει γι αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στον γκρεμό.

Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα αυτό θα είναι το τέλος του.

Όμως τι να κάνει;

Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Ξαφνικά ακούει μια φωνή από μέσα του που του λέει “λύσου”! Μπορεί να είναι η φωνή του θεού ή η φωνή της εσωτερικής του σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα , ή παραίσθηση.. Ακούει πάντως την φωνή να επιμένει “λύσου, λύσου”

Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή την στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του. Μπαίνει στον πειρασμό  να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. Σαν απάντηση όμως στην φωνή δένεται ακόμα πιο σφιχτά..Και η φωνή επιμένει

“Λύσου!  Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος.. λύσου!”

Εκείνος όμως δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα του πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει την ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική δυνατότητα να σωθεί.

Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος

Χόρχε Μπουκάι

Ο δρόμος των δακρύων (απόσπασμα)

__________________________________________

 

jorge_bucay-750x400.png

Ο Χόρχε Μπουκάι (ισπαν.: Jorge Bucay, 30 Οκτωβρίου 1949) είναι γιατρός, ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ και συγγραφέας γεννημένος στην Αργεντινή. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει περισσότερα από δύο εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαεπτά γλώσσες.

Πηγή: wikipedia