Όσο περνούν τα χρόνια, γίνομαι όλο και πιο σιωπηλός, πιο μόνος, πιο λίγος. Όσοι ακόμα λογαριάζουν, θα πουν πως είμαι νέος. Τόσο αστεία η εμμονή να δίνουμε στον χρόνο αριθμούς.

Πάντα κάθε τέτοια εποχή, με πιάνει μια ντροπή ενώ κοιτάω στον καθρέφτη. Γι’αυτό και τ’αποφεύγω, μα τότε ντρέπομαι ακόμα πιο πολύ για όσα βρίσκω εντός μου: κάτι παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες, κάτι γελοίες ελπίδες, κάτι σαπισμένα ναυάγια παιδικών ονείρων. Είναι κι αυτή η στολή του πειρατή που πια δεν με χωράει. Κάποτε μου ταίριαζε. Ήμουν όμορφος, και να μ’έβλεπες… Τώρα όμως, ώρες- ώρες με πιάνει μια μανία!

Να, είναι κάτι νύχτες που τ’αστέρια λάμπουν αλλιώτικα. Χρυσαφίζουν, σχεδόν δακρύζουν. Κάτι νύχτες κοιτάω τους χάρτες μες στα τραγούδια και χάνω το μυαλό μου.  Μια άγκυρα πάει να σπάσει σαν να’ταν η σκουριασμένη αλυσίδα ενός λυσσασμένου σκυλιού. Πάει να σπάσει σαν να’ταν το χαμόγελο ενός δεσμώτη. Κάτι βράδια αδειάζουν από φως οι τοίχοι της ταπεινής μου φυλακής. Με σπρώχνουν, με τραβάνε, με τυλίγουν κι όπως χαϊδεύουν· έτσι με χτυπάνε. Μια λαχτάρα. Με πιάνει μια λαχτάρα και τα πόδια μου λυγίζουν. Σάμπως μυρίζει χώμα αυτός ο ουρανός; Σάμπως οι θάλασσες στ’αυτί μου ψιθυρίζουν: βίρα!;

Ας έρθει πιο γρήγορα ο ήλιος. Ας ξημερώσει. Ας θεμελιώσουν πάλι τα ψέματα τις λέξεις στο μυαλό μου, να’χω κάπου να πατώ. Κι έτσι, χαρούμενος ας γίνω, φορώντας τα καλά μου. Ευχάριστος και ντόμπρος. Περήφανος να περπατώ στο δρόμο λες και έχω προορισμό. “Γεια σας…” “συγγνώμη…” “ευχαριστώ…” να λέω με περίσσια ευγένεια. Κι ούτε λέξη δεν θα ειπωθεί για τις θάλασσες, τους γλάρους, τα κύματα, τα βάθη, τους χαμένους θησαυρούς… Θα φυλάξω για μένα τον πιο πολύτιμο απ’όλους: την μελαγχολική τρυφερότητα του να είσαι πειρατής το βράδυ και μικρό παιδί την ημέρα.

Κριστιάν Νίρκα

i Travel Poetry