Μια καινούργια ημέρα, πάλιωσε. Μια νύχτα μεταχειρισμένη άνοιξε τα φώτα της και πάλι στον χειμωνιάτικο ουρανό. Κάτω, τα σπίτια ήταν αόρατα, χαμένα στο βαθύ σκοτάδι.  Χιόνιζε έξω. Ένας ήχος ακούστηκε στη μεταλλική αυλόπορτα. Άνοιξε τα μάτια της μα αμέσως ακούμπησε ξανά στο μαξιλάρι. Ένας πιο επίμονος χτύπος την αναστάτωσε. Βγήκε με τις παντόφλες κι ένα φανάρι φορώντας το νυχτικό της κι ένα απορημένο βλέμμα. Ρώτησε δυνατά με τρεμάμενες  λέξεις “ποιος είναι εκεί;“. “Μητέρα εγώ είμαι!” ακούστηκε μια τόσο γνώριμη, τόσο αγαπητή γυναικεία φωνή.

Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν σαν ένα ορμητικό ποτάμι ανάμεσα στις ρυτίδες του προσώπου της. Τα πόδια της μαλάκωσαν, φόρεσε γρήγορα τις γαλότσες που ήταν στην πόρτα. Βγήκε σχεδόν τρέχοντας πάνω στο νωπό κατάλευκο χιόνι που είχε γεμίσει την αυλή. Απ’την λαχτάρα της άργησε να βρει το σωστό κλειδί. Άργησε μετά να την ελευθερώσει απ’την αγκαλιά της. “Έλα, έλα…πέρασε μέσα” κατάφερε να ξεστομίσει ανάμεσα στους λυγμούς της.

Έλλειπε για χρόνια το μικρό της κοριτσάκι. Πάντοτε το ήξερε πως έρχονται στιγμές που τα πουλιά ανοίγουν τα φτερά τους, για να πέσουν σε ξένους ουρανούς, στις καταιγίδες τους, στους ήλιους τους. Μακριά απ’την ασφάλεια της φωλιάς τους. Για όποιον απομένει πίσω, εκείνη η φωλιά χάνει την φωτιά της, το τραγούδι, την χαρά της.  Για όποιον απομένει, τα φτερά βαραίνουν από λύπη τόσο μαύρη, που μόνο ένας γονιός μπορεί να δει. Μα όταν γυρνάει… γυρνάει ολάκερος ο ουρανός, ο πιο αγαπητός, ο πιο όμορφος απ’όλους. Γυρνάει ο πιο λαμπρός ήλιος, η πιο τρυφερή ζεστασιά, που -και πάλι- μόνο ένας γονιός μπορεί να νιώσει.

Η ηλικιωμένη γυναίκα συνόδεψε τον νυχτερινό αυτόν επισκέπτη μέσα στο σπίτι, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα χέρια της από το να προσφέρουν συνεχώς χάδια, μήτε και τα χείλη της από το να εκφράσουν την πιο γλυκιά στοργή. Εκείνη την στοργή που για χρόνια είχε πνίξει ανάμεσα στις δυσκολίες της ζωής.

Μπαίνοντας μες στο σπίτι, κρατώντας την ηλικιωμένη γυναίκα από το χέρι, άφησε την βαλίτσα της στη πόρτα. Σκούπισε κι αυτή τα δάκρυά της. Κοίταξε για λίγο τριγύρω με αναλυτικό βλέμμα. Το πατρικό της ήταν έτσι όπως το είχε αφήσει. Ένα ταπεινό αρχοντικό. Αισθανόταν επιτέλους σπίτι.

Στο βάθος ένα παιδάκι που φορούσε τις πιτζαμούλες του, ακόμα νισταγμένο, και λίγο τρομοκρατημένο να βλέπει όσα συμβαίνουν. Αυτή η κυρία, με το μαύρο της παλτό, με τα μαύρα μακριά της μαλλιά, τ’αμυγδαλωτά καστανά της μάτια ήταν τόσο όμορφη. Την κοίταζε με το αθώο βλέμμα της απορίας. Κάτι του θύμιζε. Σαν να την είδε σε κάποιο όνειρό του; Μήπως την θυμόταν από κάποιες παλιές ξεχασμένες φωτογραφίες. Ήταν ο άγγελος τον οποίο περίμενε καιρό; Είδε τα μάτια της να πλημμυρίζουν, να πέφτει στα γόνατα και να ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά της ξεφωνίζοντας βραχνά το όνομά του. Αυτή η φωνή η τόσο γνώριμη όμως πρόδωσε ποια ήταν. Ναι μα φυσικά… Ήταν όντως ο άγγελος που περίμενε από καιρό. Έτρεξε στην αγκαλιά της με όλη του την δύναμη. Δεν γνώριζε την λέξη μαμά γι’αυτό και δεν είπε τίποτα. Είδε την γιαγιά του να σκύβει πάνω τους με προσοχή, να τους κρατάει. Αναφιλητά. Αγκαλιές. Φιλιά. Έμειναν σ’εκείνο το πάτωμα, και οι τρεις αγκαλιασμένοι για έναν αιώνα.

Και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει νωχελικά από τον ουρανό, γεμίζοντας με άσπρο την αυλή, σκεπάζοντας τα φρέσκα ίχνη που οδηγούσαν μες στο σπίτι. Σαν να μην υπήρξανε ποτέ. Σαν να μην έφυγε ποτέ. Σαν να’μενε μετά. Σαν να μην χρειαζόταν να ξαναφύγει… ποτέ.

Κριστιάν Νίρκα

i Travel Poetry