Είναι από εκείνες τις φορές που σε πιάνει μια φαγούρα να αναμοχλεύεις το παρελθόν. Μια φαγούρα στην παλάμη που δεν λέει να σταματήσει, όσο κι αν ξύνεις το χέρι σου. Θα σταματήσει μόνο, όταν πέσεις πάνω σε κάτι που θα αποσπάσει την προσοχή σου από την ιδέα της.

Ανάμεσα σε όλα την προσοχή τραβά μια φωτογραφία. Πάνε πολλά χρόνια που την είχαμε τραβήξει. Κάπου σε μια παραλία, σε ένα νησί των Κυκλάδων, εκεί που γνωριστήκαμε. Την είχα ξεχωρίσει πολλές φορές ανάμεσα σε άλλες γιατί κάθε φορά που την έβλεπα, ένιωθα ότι ακούω ακόμα τον ήχο των κυμάτων που σκάνε στην  αμμουδιά. Κι εκείνη η γλυκιά ζεστασιά της άμμου,  πάνω στην οποία καθόμασταν αγκαλιά και κάναμε όνειρα, κοιτάζοντας την θάλασσα , ένιωθα  να με ζεσταίνει ξανά  και ξανά..

Τώρα που την κοιτώ όμως πάλι, σαν κάτι να άλλαξε. Λες και κρύωσε η άμμος λιγάκι και με κόπο προσπαθώ να ακούσω τα κύματα που έρχονται. Λες και σταμάτησε ο χρόνος, ή η γη να γυρίζει..

Δεν ξέρω..

Το όνομα της παραλίας κάθε άλλο παρά ταιριαστό ήταν.. “Πλατύς Γιαλός”. Μάλλον μακρύς και στενός ήταν… Τώρα που το σκέπτομαι, ίσως μας ταίριαζε. Στενός πολύ για να χωρέσει να όνειρα και τις φιλοδοξίες που κάναμε μαζί. Μακρύς, για να μας θυμίζει τον μακρύ και δύσκολο δρόμο που θα έχουμε μπροστά μας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι ήταν δρόμος για έναν… δεύτερος δεν χωρούσε.

Δεν φτιάξαμε ποτέ κάστρα στην άμμο όπως ήθελες και δεν ζήσαμε ανέμελα σαν τον ιππότη  και την πριγκίπισσα μέσα σ΄αυτά. Σου έλεγα ότι αυτά είναι παραμύθια για μικρά παιδιά. Ήθελα να ξέρεις πως απλώς φοβόμουν μην ανοίξεις την πόρτα του κάστρου και φύγεις μια μέρα.

Επέλεξα να σε κλείσω στην καρδιά μου και από φόβο μη μου φύγεις, πέταξα τα κλειδιά μακριά, ώστε να μην τα βρεις. Κι όταν πια κατάλαβα ότι έπρεπε να τρέξω να έρθω κοντά σου, για να μην μένεις άλλο μόνη σου κλεισμένη στα σκοτάδια της, ήταν πια αργά. Και καθώς δεν είχε το κουράγιο να αντέξει την ορμή σου, τελικά τη σώριασες μονομιάς.

 “Δεν είναι έτσι αγάπη μου” είπες και άνοιξες τα φτερά σου να πετάξεις μακριά..

 Ναι, δεν προσπάθησα να τη φτιάξω…Θέλει και η καρδιά  τον χρόνο της για να τοποθετεί τα αγαπημένα της πρόσωπα εκεί που ανήκουν, ανάμεσα στους άλλους θησαυρούς της. Μόνο έμεινα να φτιάχνω στην άμμο τα παλάτια που ποτέ δεν έχτισα, μήπως και κάποια μέρα τα δεις και γυρίσεις.

 Σ’αφήνω όμως τώρα. Σήκωσε κύμα και μου τα γκρεμίζει. Ίσως να καταλαβαίνουν κι αυτά πως η αγάπη δεν τελειώνει με έναν θάνατο.

Γιάννης Λελέκης

Ακολουθήστε μας στο facebook: i Travel Poetry