Ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους που έχουν ζήσει πολλά και έχουν γεράσει πρόωρα. Ξυπνούσε κάθε πρωί μηχανικά, πριν φέξει ο ήλιος κι έφτιαχνε τον ελληνικό καφέ του με βαριές κινήσεις περιμένοντας τις πρώτες ηλιαχτίδες. Ακουμπούσε τον καφέ του στο σιδερένιο μικρό τραπεζάκι έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού του. Καθόταν ρεμβάζοντας το κτήμα. Μόνο πέτρες, δέντρα και στο βάθος η θάλασσα. Από πίσω του παρέμενε το φτωχικό καλυβάκι του με το σκληρό στρώμα το ξεθωριασμένο κουβερλί, το σκουριασμένο από τη χρήση γκαζάκι και το συνηθισμένο κάδρο που είχε κρεμάσει πριν από χρόνια σκονισμένο στον τοίχο του.

Πάνε χρόνια που είχε πεθάνει η γυναίκα του. Του είχε μείνει η καρέκλα της εκεί έξω από το σπίτι, πλάι στο στρογγυλό τραπεζάκι καφενείου. Σηκωνόταν πρώτη και του ετοίμαζε καφέ για να τον ξυπνήσει νωρίς να πάει στη δουλειά. Ξυπνούσε κι εκείνη για να τον καλημερίσει και να είναι μαζί του. Από τότε που πέθανε, σηκωνόταν πιο νωρίς, καθόταν μόνος του. Στην καρέκλα της είχε ακουμπήσει λίγα κούτσουρα που μάζευε για τον χειμώνα. Έπινε τον βαρύ καφέ βλέποντας την αυγή και χαμογελούσε.

«Καλημέρα αγάπη μου» έλεγε από μέσα του.

Τόσα χρόνια και το πρωί δεν έβγαζε λέξη εκτός από ένα επιφώνημα ευχαρίστησης κάθε φορά που μύριζε και έπινε την πρώτη γουλιά. Τόσα χρόνια έπινε τον καφέ της και ο βαρύς μπερμπέτης δεν του φαινόταν τόσο πικρός. Κάθε μέρα το σκάλιζε μέσα του, τον έτρωγε το παράπονο που δεν της είπε ποτέ καλημέρα. Και τώρα που εκείνη είχε φύγει, την σκεφτόταν κάθε πρωί. Ένιωθε ότι τον καφέ το πρωί τον πίνει μαζί της και πως απλώς σηκωνόταν νωρίτερα για να τον προετοιμάσει ο ίδιος. Έβλεπε τα διάφανα χρώματα της αυγής και του χαμογελούσε. «Καλημέρα αγάπη μου» σκεφτόταν, μειδίαζε μόνο και ένιωθε ότι τον ακούει.

«Συγνώμη που δεν έμαθα ποτέ να σου δείχνω την αγάπη που σου έπρεπε» ψιθύρισε .

Μαρία Μούσχουρου

Ακολουθήστε μας στο facebook:i Travel Poetry