Πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει, θαρρώ.
Ίχνη δεν έχω αφήσει καινούργια στους δρόμους της πτώσης.
Μα ακόμα για μένα τόσοι να πέφτουν οι ξένοι στρατιώτες.
Δεν ξέρω, ίσως να έχασα τη φωνή μου.
Ίσως την έκλεψαν. Ίσως, πάλι, την χάρισα
μέσα σ’ένα πολύχρωμο περιτύλιγμα δώρου,
κι έμεινα με την πενιχρή σιωπή μου.
Δεν ξέρω ψυχή μου. Μαζί της λαχτάρισες να φύγεις κι εσύ,
στο ταξίδι που σου τάξανε λευκοί καβαλάρηδες. Αντίο. Μ’αλήθεια,
οι ιππότες πεθάναν πολύ πια καιρό
μέσα στην άχαρη και αγενή πνοή μου.

Αστείο…
Πίστευα πως ήμουν σταυροφόρος ο μόνος,
ενός κάποιου σταυρού. Τι ντόρος…
Όμως πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει,
για εκείνη την έρημο στα μάτια τους που’δα.
Για εκείνη την άμμο που θάφτηκα τότε
σαν κάποιο παλιό χαμένο λυχνάρι,
στην πόρτα τους δίπλα να’μαι λευκό λιοντάρι.
Να τρομάζω τις νύχτες κοντά τους μην γείρουν
θανάτου μνηστήρες, κακοί διαβάτες,
οι τόσοι ληστές που μυρίζουν θυμάρι.
Πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει, θαρρώ…
Μα ποια λέξη να δακρύσω σαν πρώτη φθινοπώρου την στάλα;
Κι αυτήν που ανεβαίνω την σκάλα θυμίζει

πως η σιωπή σαν σφαίρες έχει σκοτώσει παιδιά.
Γεμάτο ντροπή με τυλίγει το μίσος. Η τόση δειλία.
Υποκρισία.
Κι ο φόβος μην με ρωτήσουν ποτέ:
“Γιατί δεν είχες μιλήσει για μένα;
Δικός μου στρατιώτης δεν ήσουν;
Δικός μου προστάτης;
Πού ήσουν;”

Συγγνώμη … συγγνώμη

 

Κριστιάν Νίρκα