Πετάχτηκε από τον ύπνο. Ελατήριο. Τι ώρα ειναι; Έψαχνε με την αφή το κινητό. Η λευκή οθόνη έγραφε 03:03. “Η ώρα των τρελών και πάλι,” σκέφτηκε. Σύρθηκε αργά από τα σκεπάσματα. Για κάποιο ακαθόριστο λόγο ένιωθε έναν πόνο σε όλο το σώμα. Τα πόδια ακούμπησαν το κρύο πάτωμα. “Θα βγω να καπνίσω ένα τσιγάρο,” είπε χωρίς να ακούει κανείς.

Έκανε κρύο στη βεράντα. Ερημιά. Αιθάλη στον αέρα από εορταστικά τζάκια. Θα ορκιζόταν πως έχει ομίχλη. Ενοχλητική η μυρωδιά στα ρουθούνια. Με το τσιγάρο στο στόμα ψάχνει με μανία για αναπτήρα. Α, ναι. Στην τσέπη, δεξιά. Βάλσαμο η πρώτη ρουφηξιά. Έτρεμε από το κρύο αλλά αρνήθηκε να μπει χωρίς να ολοκληρώσει την ιεροτελεστία. Ένας χρόνος είναι Πολύ! Σαν κεραυνός η σκέψη. Πού ήταν πέρσι; Πού φέτος; Τι είχε μεσολαβήσει; Αχ! Και να ταν πάλι πέρσι! Ή πιο πριν…Δεν βλέπουν καθαρά τα μάτια. Θέλει τόσο πολύ να βάλει τις φωνές να σηκώσει όλη τη γειτονιά στο πόδι! Μα πώς μπορούν και κοιμούνται; Ο πόνος τώρα έχει συσσωρευτεί ψηλά στο στέρνο. Κάπου αριστερά. Η σωστή μεριά, σκέφτηκε. Πάντα αριστερά.

Έσβησε τη γόπα. Μπήκε μέσα. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Έβαλε κρασί. Με το ποτήρι εγκαταστάθηκε στο πάτωμα, παρέα με ένα τετράδιο κι ένα μολύβι. Στην αρχή ζωγράφιζε βαρκούλες, νόμιζε πως μοιάζουν τουλάχιστον. Έπειτα το χέρι με το μολύβι πήρε φωτιά. Οι λέξεις αυτές πού να κατοικούν; Γράφει τόσο γρήγορα χωρίς να διαβάζει. Αδειάζει την ύπαρξη σε πολτοποιημένο κορμό δέντρου. Σα να βρίσκομαι σε δάσος και να χαράζω τους κορμούς, μονολόγησε. Όταν τελείωσε άσθμαινε. Έμοιαζε να είχε σηκώσει το βάρος όλου του κόσμου. Άδειο το ποτήρι. Κι άλλο!

Με το ποτήρι βγήκε έξω πάλι. Τσιγάρο! Άρχισε κάτι να σιγομουρμουρά. Τραγούδι; Προσευχή; Δεν ξέρει. Κοίταξε κάτω από τα κάγκελα. Δεν είναι και τόσο ψηλά, τελικά. Τι ώρα να ναι; Πού είναι το κινητό; Τι θα κάνω; Νευρικά με το τσιγάρο στα δάχτυλα βολτάρει πάνω κάτω. Άργησε να καταλάβει πως δεν είχε τίποτα στα πόδια. “Μπορεί και να αρρωστήσω,” γέλασε.

Μπήκε πάλι μέσα σαν κλέφτης. Όλοι κοιμούνται. Πώς να ξεφύγει κανείς από τον εαυτό του, αναρωτήθηκε. Δεν μπορεί. Απόσωσε το κρασί. “Θα σταματήσω! Θα σταματήσω!” Τι; Ολα; Τίποτα; Δεν ξέρει. Ηρεμία στο κινητό. “Κανείς δεν με ψάχνει στις πέντε το πρωί. Θα πάω βόλτα με το αυτοκίνητο! Ή Όχι;” Έβαλε παπούτσια χωρίς κάλτσες. Πήρε τα κλειδιά.

Για πότε βρέθηκε πίσω από το τιμόνι ούτε που το κατάλαβε. Άνοιξε λίγο το παράθυρο να βγαίνει ο καπνός. Έβαλε μπροστά κι έφυγε στη κακοστολισμένη πόλη. Ο Ιταλός στριγγλιζε με πάθος στο ηχείο “Ξέρω πως αγαπάς έναν άλλο, μα τι μπορώ να κάνω; Είμαι ένας απελπισμένος γιατί θέλω να σε αγαπήσω. Απόψε! Τώρα! Ναι!” Αλλά είχε πει, όχι. Με όλες τις συνέπειες. Αν είχε πει το ναι; Θα ήταν κάπου στον ιταλικό βορρά τώρα. Αλλά καλύτερα, έτσι. Έφτασε στον Πειραιά. Γρήγορα πολύ. Και τώρα;

Τώρα πίσω! Στο κλουβί! Πήρε να χαράζει. Έφτασε σπίτι. 7:20. Έβγαλε τα παπούτσια Και το μπουφάν. Έκανε καφέ. Ξαφνικά ακούει: “Τι κάνεις;” Τι κάνω; “Καλημέρα! Μόλις σηκώθηκα. Καφέ;”

Παρασκευή Παπία