Αναμνήσεις ερειπίων (απόσπασμα) -Χρήστος Γνωμικός
Το θέμα δεν είναι ο θάνατος, αλλά η ζωή…
– Πώς όμως την βρίσκεις μες στον καθημερινό θάνατο που ζεις!; Μπορείς να απαντήσεις σε αυτό;…
Όπως και αυτοί οι στρατιώτες. Τι είναι όλοι τους;…
Ανδρεία, βασισμένη στον εξοπλισμό που κουβαλάνε…
Μετρημένη, από τις σφαίρες που θα ρίξουν…
Φοβία, κερδισμένη από τα μεγάλα λόγια. Αυτό είναι. Αυτό έχουν καταντήσει…
Αυτό που ξαναβλέπει όμως, είναι το καπέλο που γυαλίζει! Η καρδιά του παγώνει και ξεπαγώνει στο δευτερόλεπτο. Του «κόβονται» τα γόνατα. Τα κύτταρά στο αίμα του σταματούν να πηγαινοέρχονται. Και σε αργή κίνηση ο πυρήνας σταματάει να γυρνάει. Το βλέμμα του μαρμαρώνει στο καπέλο! Όλη του η ψυχολογία, νεκρώνει… Είναι αυτός! Είναι ο ίδιος! Δε μπορεί να κάνει λάθος! Είναι αυτός που άναψε το τσιγάρο και έσβησε τις φωνές των αδελφών του με μια του κουβέντα. Και τώρα, όπως και τότε, βγάζει απ’ τη τσέπη του τον αναπτήρα, βάζει στο στόμα ένα τσιγάρο, και το ανάβει…
Ο αναπτήρας κλείνει, τον κρατάει στο χέρι του, το τσιγάρο έχει κάνει την αρχή για να τελειώσει, καίει στην άκρη. Ο μίσος καπνός μέσα στα πνευμόνια του, και ο άλλος μίσος, στον αέρα που έχουν μολύνει…
– Στα δέντρα και στα σπίτια που έχουν κόψει και έχουν κάψει. Στο νερό και στις ψυχές που έχουν δηλητηριάσει… Στον Αμφίκλητο που τον κοιτάει και τον μισεί με όλο του το είναι! Με όλη του την υπόσταση!
Ίνα, δεν υπάρχει στο σώμα του που να μην τον διαπερνάει δίχως να τον μισεί… ίνα!
– Και όπως και η Ανδρομάχη, έτσι και ο Αμφίκλητος μαζεύεται…
Ακουμπάει στον τοίχο τα χέρια του και καταλήγει να κάθεται πλάτη με πλάτη στο πάτωμα, μαζί της. Εκεί, πού στέκονταν όρθιος και τους έβλεπε να περνούν στον απέναντι δρόμο. Τους έβλεπε πρώτη φορά πώς είναι, πώς φαίνονται με όλα αυτά που έχουν πάρει μαζί τους για να ‘ρθουν εδώ πέρα. Σε αυτόν τον μοναχικό τόπο. Πόσο ικανοί δείχνουν να είναι, σε αυτό που κάνουν. Σε αυτόν εδώ το δρόμο απ’ όπου θα περάσουν σε λίγο… τώρα βρίσκεται στην ίδια ακριβώς θέση με την Ανδρομάχη!
Η Ανδρομάχη γυρίζει και τον κοιτάει σαν να θέλει να του πει κάτι. Όμως η έκφραση που έχει πάρει, δεν της αφήνει περιθώρια να το τολμήσει… Διστάζει…Ίσως του το πει αργότερα. Ίσως να μη του το πει, ποτέ…
Είναι θυμωμένος. Και δεν τον έχει πειράξει κανείς… Είναι οργισμένος. Και πάνω του έχει μια παράξενη ηρεμία που την κάνει ν’ ανησυχεί. Χωρίς λόγο; Δε μπορεί να τον καταλάβει. Δε μπορεί να καταλάβει τι έχει και άλλαξε τόσο απότομα… μακάρι να γνώριζε…
Χρήστος Γνωμικός, απόσπασμα από το βιβλίο “Αν είχε φως”