Ένα σύντομο σημείωμα με αφορμή το «Επίμετρο» του πρόσφατου βιβλίου του φιλόσοφου και συγγραφέα Στέλιου Ράμφου, Καλώς άρχειν και άρχεσθαι. Περιδιάβασι στα Πολιτικά του Αριστοτέλους, με νεοελληνικό επίμετρο, Αθήνα, Αρμός, 2017, σ. 201.

Η πραγματικότητα κακοπαθαίνει, γιατί η ιδεολογία παρέχει την αφ’ υψηλού εγγύηση της κυριαρχίας των «ενστίκτων» πάνω στο κοινό καλό. Ένα από τα σλογκανικά αιτήματα της μεταπολίτευσης, ο χρυσούς κανόνας της κοινότοπης προοδευτικής σκέψης, ήταν «δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς δικαιοσύνη». Ο Στέλιος Ράμφος το αντιστρέφει, βλέποντας σε αυτό ένα σπέρμα ολοκληρωτισμού: δεν υπάρχει δικαιοσύνη χωρίς ελευθερία, θα υποστηρίξει, καταφέροντας, νομίζουμε, μέσω αυτής της αναιρετικής αντιστροφής να υποδείξει τον πυρήνα μιας συλλογικής «αλογίας», την παράδοξη «λογική» της, οι φορείς της οποίας ανήγαγαν το στίγμα σε έμβλημα. Στο «Επίμετρό» του ίσως εδώ βρίσκεται μία από τις δύο κορυφαίες παρατηρήσεις του, η οποία συνιστά, ταυτοχρόνως, θεμελιώδη κριτική του ολοκληρωτισμού, αλλά και μιας ελληνικής νοοτροπίας που δανείζεται από αυτόν τον ολοκληρωτισμό τον ομαδισμό του, μια ιδρυτική αγελαία του έξη που φράζει όλους τους δρόμους προς ένα ελεύθερο μέλλον. Ο ατροφικός εαυτός βολεύεται στην ανεύθυνη, ανήλικη φαντασίωση, στην φαντασιωτική ταυτότητα των εθιμικών συγκινήσεων που τις εκλαμβάνει ως πραγματικότητα, στη θέση της υπαρκτικής πραγματικότητας που γίνεται αντικείμενο εξορκισμού, συνωμοσιολογικής παρανόησης, βολονταριστικής υπέρβασης, μέσω της οποίας βολεύονται όλες οι ιδιοτέλειες, όλες οι πελατείες. Ο εσωστρεφής και μη-ανεκτικός κοινοτισμός της ανατολικής χριστιανοσύνης έρχεται αρωγός της παγωμένης ταυτότητας, της ακινητοποιημένης κοινότητας, που αναζητά πάντα έξω από αυτήν τους λόγους της αέναης δυσφορίας της. Γιατί αυτή η κοινότητα μόνον κατ’ όνομα είναι κοινωνία, στην ουσία διέπεται από νεκρά σύμβολα, αυτονομημένα από τις συνθήκες παραγωγής τους. Η ελληνική κοινωνία είναι όντως μια κατεχόμενη κοινωνία όχι όμως από τους άλλους, από τους ξένους αλλά από τον εγκλωβισμό στο είδωλό της, τη μίζερη αυτο-θυματοποίησή της. Μετανεωτερικός μεσαίωνας, παρά τους πολλαπλούς εκσυγχρονισμούς, που αδυνατούν να εκσυγχρονίσουν την χώρα διότι, πέραν των κοινοτικών αντιστάσεων, ποτέ δεν μπορούν να συλλάβουν οι κατά καιρούς φορείς αυτών των εκσυγχρονισμών το μείζον πρόβλημα, να κόψουν τον ομφάλιο λώρο: την πολιτικο-πολιτισμική συνθήκη υπανάπτυξης η οποία υπονομεύει και το πιο φιλόδοξο, το αρτιότερο οικονομικό σχέδιο εκσυγχρονισμού.

Ποιο είναι το «πρόβλημα»; Είναι, λέει ο Ράμφος, και αυτή εδώ είναι η δεύτερη κορυφαία του παρατήρηση, η αναιμία του δημόσιου, η υποκατάστασή του από το μερικό, το ιδιαίτερο, που πνίγει τόσο το κοινό όσο και το ατομικό, τον εαυτό. Το κράτος από φορέας κοινωνικής συνοχής, που εν-χρονίζει την κοινωνία, όπως ο Ράμφος θα επισημάνει στην εξαιρετική του παρέμβαση στο πρόσφατο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, λειτουργεί, δέσμιο της κοινωνικής του ομηρίας, του συντεχνιακού του εκκοινωνισμού, ως εκφραστής του μερικού. Η κρατική φεουδαλικότητα είναι το μείζον πρόβλημα, όχι το «μικρό» ή το «μεγάλο» κράτος, οι πολλοί ή οι λίγοι δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν είναι η αριθμητική, αλλά η πολιτική το μείζον. Είναι η σύγχυση των πολιτικών και κοινωνικών λειτουργιών, η διαρκής κρίση της αυτονομίας του πολιτικού, που παράγει την αναχρονιστική ελληνική δυστοπία. Όπως θέλουμε τον άγιο δίπλα μας, έτσι θέλουμε και τον βουλευτή όργανό μας, το άψυχο πρόσωπο κατατρώει το ενσυνείδητο άτομο, αφού προηγουμένως έχει υπονομεύσει την «αρχή», μεταβάλλοντας την πολιτική κοινότητα σε μερικευτική κοινότητα συμφερόντων και συναισθημάτων. ΄Ετσι, η φιλελεύθερη αντιπροσώπευση γίνεται «εκπροσώπηση», ο θεσμός δεν αντιπροσωπεύει το συλλογικό συμφέρον, αλλά «ενσαρκώνει» παρακλήσεις και επιθυμίες, μη συναρτημένες με την πραγματικότητα βουλήσεις. Δημόσιο γίνονται τα θέλω, και ο πολιτικός γίνεται παράκλητος στο εσωτερικό μιας άχρονης βουλημικής κοινότητας. Της οποίας τα άψυχα μα πανίσχυρα σύμβολα (θρησκευτικά και «πολιτικά») φυλακίζουν αυτάρεσκα τα ατομικά νοήματα, εξυπακούεται με τη χαρούμενη συγκατάθεση του εθισμένου λαού, της ενιαίας του βούλησης, των εθιμικών του αναπαραστάσεων, της καθιερωμένης παράδοσης. που καλύπτει με χώρο τον χαμένο χρόνο της ανεύρετης καθολικότητας. Ο ενοριακός κομμουνισμός (παρά το ξεθύμασμα τόσο της μιας όσο και του άλλου) παραμένει πάντα η βασική οργανώτρια επανάληψη του νεοελληνικού τροπισμού. Ο ορατός λαϊκισμός δεν είναι παρά η «πολιτική» μορφή που παίρνει σήμερα η αέναη επάνοδος του ίδιου. Μιας «ταυτότητας» που «πίνει το αίμα του εαυτού και μας κρατεί πίσω».

Αυτή η κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού και, συνεπώς, του νεωτερικού κράτους είναι ο πυρήνας του ελληνικού προβλήματος. Η μη κατανόησή του ισοδυναμεί με αυτο-υπονόμευση κάθε εκσυγχρονιστικού πειράματος. Γι αυτό και η ελληνική κρίση πρέπει πάντα να αντιμετωπίζεται στην σχετική της ανεξαρτησία από τη διεθνή (οικονομική) κρίση. Η επίκληση της δεύτερης δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα μετάθεσης των αιτίων της πρώτης. Τα πρωτεία δεν ανήκουν στην «οικονομία». Αυτή μπορεί να βολεύεται κάτω από όλα τα καθεστώτα. Στόχος της νεωτερικής πολιτικής, θα λέγαμε, είναι η ελευθερία. Αυτό είναι ο εκσυγχρονισμός. Και αυτό είναι το νεοελληνικό έλλειμμα, έλλειμμα «κουλτούρας» και όχι «επενδύσεων». Και το έλλειμμα των εκσυγχρονιστών, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών. Με την έννοια αυτή, το θέμα δεν είναι μόνον οι κακοί αρχαϊστές, οι παραδοσιολάτρες, οι ταυτοτικοί, ο αντιδραστικός λαϊκισμός, στοιχεία και καταστάσεις που συναντώνται σε όλες λίγο-πολύ τις κοινωνίες, αλλά η απουσία αποτελεσματικών αντιστάσεων σε αυτές. Εξ άλλου, ο ρητορικός αντι-τεχνοκρατισμός του λαϊκισμού πάντα βρίσκει ένα σημείο ισορροπίας με την «οικονομία». Ο ρεαλισμός του, όταν περάσει η φούγα της καταγγελίας, συμβιβάζεται κακήν κακώς με την ευελιξία της, αν, μάλιστα, δεν την προωθεί. Σε βάρος όμως της συνθήκης ελευθερίας που αποτελεί την προϋπόθεση της ατομικής ανάπτυξης. Ο εκσυγχρονισμός ή θα είναι πολιτικός ή, αλλιώς, δεν θα υπάρξει.

Ανδρέας Πανταζόπουλος, Επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Πηγή: booksjournal