“Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι…

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.

Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι…

Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.

Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.

Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…”

ΚούδεσιΜάρτης 1941

Λίγα λόγια για τον Νίκο Καββαδία και το απόσπασμα:

  • Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου το 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Έλληνες (Κεφαλονίτες).
  • Όταν ήταν πολύ μικρός, η οικογένεια γύρισε στην Ελλάδα. Μερικά χρόνια μείνανε στην Κεφαλονιά και από το 1921 ως το 1932 στον Πειραιά, όπου ο Νίκος Καββαδίας τέλειωσε το Δημοτικό και μετά το Γυμνάσιο. Μαθητής του Δημοτικού, έγραψε τα πρώτα του ποιήματα.
  • Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του (Οκτώβριος 1929) και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο.
  • Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά, όπως “Ο Διανοούμενος”
  • ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως “ναυτόπαις” τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό “Άγιος Νικόλαος”, μαζί με το μικρότερο αδελφό του.
  • Το 1931 το περιοδικό “Ναυτική Ελλάς” δημοσιεύει το έργο του Ν. Καββαδία, “Τραγούδια”. Την επόμενη χρονιά ο ποιητής ξεκινά να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα “Πειραϊκόν Βήμα”, μαζί με το μυθιστόρημά του (σε συνέχειες) “Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο”, όμως η εφημερίδα διακόπτει την έκδοσή της και το πόνημά του μένει ημιτελές.
  • Το 1933, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα.
  • Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Μαραμπού” (από τις εκδόσεις “Κύκλος” σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Γίνεται δεκτή (η ποιητική του συλλογή) με πολύ ευνοϊκές κριτικές, πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων ήταν εκείνη του Φώτου Πολίτη στην εφημερίδα “Πρωία”.
  • Το 1938 η “Νέα Εστία” δημοσιεύει τα ποιήματά του, ενώ ο ίδιος στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού.
  • Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως.
  • Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής.
  • Στο περιοδικό “Λόγχη” δημοσιεύει το πεζογράφημά του “Στο Άλογό μου”. Με τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επιστρέφει στην Αθήνα.
  • Του πολέμου. Στο άλογό μου / Νίκος Καββαδίας: Στο μικρό αυτό βιβλιαράκι, ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975) μας χαρίζει δύο κείμενα εμπνευσμένα από τις εμπειρίες του στο Αλβανικό Μέτωπο, όπου υπηρέτησε κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το 1940 – 1941.

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ  Γράφτηκε το 1969 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Αυγή» στις 26 Οκτ. 1975. Ο συγγραφέας περιγράφει ένα περιστατικό κατά το οποίο χάθηκε στο αλβανικό μέτωπο και ζήτησε προστασία σε ένα εχθρικό αλβανικό σπίτι, οι κάτοικοι του οποίου είχαν ταχθεί με τους Ιταλούς.
ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ Γράφτηκε το 1941 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον τόμο «Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας» του Ξένου Ξενίτα. Αθήνα, 1945, σσ. 136-137. Το κείμενο ουσιαστικά απευθύνεται προς το νεκρό άλογο του συγγραφέα το οποίο έχασε εν ώρα υπηρεσίας.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα βιογραφικό σημείωμα το οποίο υπογράφει η αδελφή του συγγραφέα, Έλγκα Καββαδία, μέσα στο οποίο δίνονται πληροφορίες για τη ζωή του Νίκου Καββαδία και της οικογένειάς του.

Αγοράστε το βιβλίο του συγγραφέα εδώ :


Advertisement

Ακολουθήστε μας στο facebook