Δέξου, λοιπόν, ἕνα φιλί καί μιά παραδοχή, τώρα – ἰδίως–  πού φεύγω. Δέν εἶχες λάθος: ὄνειρο ἤτανε ἡ ζωή μου. Ἔχει, ὡστόσο, σημασία ἄν ἦταν μέρα ἤ νύχτα, ψευδαίσθηση ἤ ὄχι, ἡ πτώση τῶν ἐλπίδων μου; Ὄνειρο μέσα σέ ὄνειρο εἶναι ὅ,τι ζοῦμε. Αὐτό!

Στέκομαι· ἀκούω κύματα νά ὠρύονται τό μαρτύριο κάποιας ἀκτῆς· κοιτάζω τό χέρι μου: κρατάω μιά χούφτα ἄμμο χρυσή… Ἀσήμαντο ἀπόκτημα! Καί πῶς γλιστράει ἀνάμεσα στά δάχτυλα, πῶς χάνεται· βουλιάζει κι ἐγώ θρηνῶ· θρηνῶ, βουλιάζει! Θεέ μου, ἄν ἔσφιγγα γερά τό χέρι, θά τήν ἔσωζα; Θά τήν κρατοῦσα μακριά ἀπ’ τ’ ἀνελέητο κύμα; Ὄνειρο μέσα σέ ὄνειρο εἶναι ὅ,τι ζοῦμε; Αὐτό;

Πηγή: poetics