Ο κόσμος του Σαίξπηρ είναι αυτός της Ελισαβετιανής Αγγλίας με τα σπαθιά και τους θώρακες, τις πανοπλίες και τα κάστρα, τις μάγισσες και τα στρατόπεδα των πολεμιστών, τα ξωτικά και τους δαίμονες με δυο λόγια όλα εκείνα τα οποία συνθέτουν το τοπίο της βόρειας Ευρώπης που βρίσκεται σε αναταραχή, καθώς καινούριες δυνάμεις αναδύονται κι ο παλιός κόσμος του Μεσαίωνα δίνει τη θέση του στην καινούρια πραγματικότητα της φωτεινής Αναγέννησης. Το θέατρο αυτού του μεγάλου δραματουργού αποτελεί τον δεύτερο σταθμό στην ιστορία της θεατρικής τέχνης μετά την λογοτεχνική έκρηξη που σημειώθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Με τη διαφορά των δυο χιλιάδων χρόνων που έχουν μεσολαβήσει είναι φανερή η εξέλιξη που έχει σημειωθεί, καθώς η σχετική ακαμψία του αρχαίου θεάτρου έχει δώσει πια τη θέση της σε μια εξαιρετική πλαστικότητα κι ευλυγισία, δεύτεροι, τρίτοι, και τέταρτοι ρόλοι έχουν μπει στην υπόθεση, εισάγοντας όλη την γκάμα των κοινωνικών τάξεων που αναδύεται ολοζώντανη σε κάθε παράσταση, ενώ ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του μεγάλου αυτού συγγραφέα θεωρείται η αφομοίωση στοιχείων όλης της τότε γνωστής παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μελέτη των αρχαίων Ελλήνων έδωσε στον Σαίξπηρ τη δυνατότητα να εμβαθύνει και να εντάξει στην παραγωγή του στοιχεία της φιλοσοφίας και της σκέψης που είχαν χαθεί για αιώνες στην λήθη των σκοτεινών χρόνων.

Τέσσερα μπορούν να θεωρηθούν τα πιο σημαντικά έργα του Σαίξπηρ, χωρίς κανείς να υποτιμά τα υπόλοιπα. Αυτά τα τέσσερα συγκεντρώνουν τα καλύτερα στοιχεία του συγγραφέα, δηλαδή την δύναμη της απόδοσης, την μεγαλοπρέπεια της αναπαράστασης, το ξετύλιγμα της πλοκής και τα υψηλά μηνύματα που διατρέχουν την υπόθεση. Πρώτο σημαντικό έργο θεωρείται ο Οθέλος, που πήρε την υπόθεση από το βιβλίο Hecatomithi (Eκατόμυθοι) του G. P.Giraldi, το οποίο τυπώθηκε τo 1565 στη Βενετία. Σ΄ αυτό το έργο εντυπωσιάζει η αναπαράσταση της μεσαιωνικής πόλης της Βενετίας με τους δρόμους που φωτίζονται από πυρσούς τη νύχτα, τις μάσκες και τα φορέματα των πριγκιπισσών, τα λιμάνια και τις αίθουσες συμβουλίου των δόγηδων, τους πύργους και τις καμάρες της πόλης αυτής, που κυριαρχούσε στην μεσόγειο και σ’ όλο τον τότε πολιτισμένο κόσμο. Πολύ δυνατός είναι και ο ρόλος του Οθέλου, αυτού του ατρόμητου Αφρικανού πολεμιστή που σαρώνει τον τουρκικό στόλο σώζοντας το νησί της Κύπρου, αλλά αποδεικνύεται άβουλος εντελώς και καταρρέει μπροστά στις μηχανορραφίες των πολιτισμένων αυλικών. Όπως έχει σημειωθεί, παρά το μεγαλεπήβολο σχέδιο, το έργο αυτό στο σύνολο του πάσχει και ο κινητήριος μοχλός του, η δόλια σκέψη του σατανικού Ιάγου, λειτουργεί μ’ έναν τρόπο τόσο εγκεφαλικό, ώστε στο τέλος της παράστασης να μην καταφέρνει να πείσει τον θεατή για τη φυσικότητα των συμβάντων και την ομαλή εξέλιξη της πλοκής. Επιπλέον, η πτώση του πρωταγωνιστή είναι κάπως άχαρη σε σχέση με άλλους ήρωες όπως ο Βασιλιάς Ληρ που, παρά την κατακόρυφη πτώση του, διατηρεί το ποιητικό του μεγαλείο.

Δεύτερο μεγάλο έργο του Σαίξπηρ θεωρείται φυσικά ο Άμλετ. Η ιστορία αυτού του λαμπρού βασιλόπουλου της Δανίας ανοίγει με την εντυπωσιακή και μοναδική στην ιστορία του θεάτρου σκηνή του φαντάσματος που έχει απασχολήσει για αιώνες τους σκηνοθέτες και τους κριτικούς. Κάποιοι μάλιστα, όπως ο πρωτοπόρος Ρώσος Βσέβολοντ Μέγιερχολντ, έφτασαν στο σημείο να αφαιρέσουν ολόκληρη την σκηνή από την παράσταση, θεωρώντας ότι λειτουργεί σε βάρος της υπόλοιπης δράσης, καθώς διαμορφώνει μια ατμόσφαιρα εντελώς εξωπραγματική και μεταφυσική. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί αυτό το έργο, εξαιτίας της ύπαρξης μια αόρατης δύναμης που μοιάζει να κινείται πίσω από τον ήρωα, εμποδίζοντας τον σκοπό του που είναι η εκτέλεση του σφετεριστή θείου του – τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που κρίνεται ότι έφτασε η ώρα της κρίσης και πρέπει να κλείσει ο κύκλος. Μερικά σημεία του χαρακτήρα του Άμλετ, όπως η αναβλητικότητα και η αδυναμία του να ενεργήσει έξω από αυτό που την εποχή εκείνη οριζόταν ως θεία βούληση, είχαν εντοπιστεί ήδη από τον καιρό του Γκαίτε και παρά τις θαυμάσιες σκηνές ,όπως αυτή με τους μουσικούς κι αυτή με τους κωμικούς που σκάβουν στο κοιμητήριο, σκηνές που αναδεικνύουν το κωμικό και σαρκαστικό πνεύμα του ποιητή, το έργο χαρακτηρίζεται από τις αστοχίες του πρωταγωνιστή, ο οποίος μοιάζει να έχει θολή κρίση σε κάθε του βήμα: οδηγεί στον θάνατο την άτυχη Οφηλία, αφού έχει σκοτώσει τον πατέρα της, φέρεται με τρόπο αλαζονικό, διστάζει να κινηθεί αποφασιστικά, ο λόγος του είναι φλύαρος και η δικαιοσύνη που καταφέρνει να αποδώσει χάνει την αξία της, καθώς ο ίδιος πεθαίνει άδοξα.

Τρίτο μεγάλο έργο και αντιπροσωπευτικό πραγματικά του τέλους του Μεσαίωνα, ένα από τα πιο σημαντικά δημιουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι ο Βασιλιάς Ληρ, μια επική αναπαράσταση του κόσμου που σβήνει στην αυγή της νέας εποχής. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο White Hall στις 26 Δεκεμβρίου 1606, μπροστά στον βασιλιά Ιάκωβο κι από τότε έχει προκαλέσει τον θαυμασμό και την αγάπη όλων των θεατών και των αναγνωστών του. Μια αξιομνημόνευτη διαμάχη γύρω από τον Βασιλιά Ληρ έχει σημειωθεί ανάμεσα στον Τζωρζ Όργουελ και τον Λέοντα Τολστόι. Ο Τολστόι βρίσκει στο κείμενο μια σειρά από λάθη όπως αναχρονισμούς, ανακρίβειες, αστεία άκομψα, έλλειψη χάρης, βερμπαλισμούς, απουσία σαφούς νοήματος και θρησκευτικής πίστης, ενώ ο Όργουελ υπογραμμίζει το γήινο των χαρακτήρων, την ζωτικότητα, την μουσικότητα και την ενάργεια της γραφής, την αστείρευτη περιέργεια του συγγραφέα, την ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας μέσα από την συμμετοχή στην υπόθεση μιας σειράς λαϊκών τύπων και απλών ηρώων που δίνουν σάρκα και οστά στην αναπαράσταση ενός κόσμου πραγματικά σαγηνευτικού. Είναι αλήθεια ότι ο Βασιλιάς Ληρ είναι ένα έργο περίπλοκο με πολλούς χαρακτήρες και σκηνές, όμως η κρίση για το σύνολό του δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Σκηνές, όπως αυτή της μοιρασιάς της εξουσίας στις κόρες, είναι αληθινά βιβλικές, μερικοί δεύτεροι ρόλοι, όπως αυτός του Κεντ, είναι πραγματικά υπέροχοι, κάποιες άλλες σκηνές, όπως αυτή του πιστού στον βασιλιά δούκα δεμένου στην φάλαγγα να προσπαθεί να βγάλει τη νύχτα, δεν μπορεί παρά να τις λατρέψει κανείς και δεν είναι τυχαίο ότι η σπουδαία αυτή τραγωδία έχει εμπνεύσει σκηνοθέτες όπως ο Κουροσάβα, που έδωσε την δική του γιαπωνέζικη εκδοχή στο επικό Ran.

Τέλος υπάρχει ο Μακμπέθ, το αγαπημένο μου έργο, ας μου επιτρέπει να πω, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του θεατρικού αριστουργήματος, δηλαδή γερή πλοκή, καταιγιστική ροή, υψηλά νοήματα, ατμόσφαιρα μυστηρίου, πρώτους ρόλους όπως αυτόν της Λαίδης Μακμπέθ, πραγματικά συγκλονιστικούς, μικρότερους ρόλους, όπως αυτούς των φονιάδων, έξοχους, σκηνές ονειρικές, όπως αυτή των μαγισσών μέσα στη σπηλιά και του κινούμενου δάσους που εκπληρώνει μια προφητεία – όλα αυτά απηχούν το μυθικό, μαγικό, παγανιστικό παρελθόν της βόρειας Ευρώπης. Επιπλέον, η απόδοση δικαιοσύνης, η νίκη του καλού και τέλος όλη η κλίμακα της κορύφωσης και της πτώσης ενός ήρωα αδίστακτου και λυσσασμένου για την βασιλεία διαμορφώνουν ένα έργο τέχνης υψηλότατου επιπέδου και, αν ήθελε κανείς να βρει κάποιο ψεγάδι, αυτό θα αφορούσε το κοινότοπο του θέματος, το μανιασμένο δηλαδή κυνήγι της εξουσίας, αυτής της κατάρας του ανθρώπινου είδους που κατατρέχει τον πολιτισμό από τον καιρό της Ορέστειας του Αισχύλου.

Απόστολος Σπυράκης

Βιβλιογραφία:

1. Άπαντα Σαίξπηρ, μτφρ.: Βασίλης Ρώτας – Βούλα Δαμιανάκου, Εκδόσεις Επικαιρότητα, 1997.
2. “Ο Σαίξπηρ προνόμιο της Αγγλίας” – από τη συλλογή κειμένων του Κάρολου Κουν, Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1987.
3. “Lear, Tolstoy and the Fool”– George Orwell, Essays, Penguin Books, 2000.

Πηγή:stigmalogou