Σήμερα 16 Φεβρουαρίου είναι η ημερομηνία γέννησης του Άγγελου Τερζάκη (16 Φεβρουαρίου 1907 – 3 Αυγούστου 1979). Ήταν Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ’30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο είναι το δοκιμιακό του έργο: αυτός και ο Γεώργιος Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενιάς του ’30.

Ακολουθεί μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του ” Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ”.

….«Γύρω παντού σκοτάδι. Να σου λοιπόν και πιάνει τ’ αυτί μου μακριά, μέσα στο βουνό, ένα τραγούδι».
«Αερικό θα ‘τανε…»
«Ένα τραγούδι, μα τι τραγούδι! Δεν ήταν άνθρωπος αυτός που τραγούδαγε έτσι γλυκά, δεν ήταν γυναίκα. Λες κι είχαν ανοίξει τα ουράνια κι ακούγονταν οι άγγελοι. Άλλο να σου λέω κι άλλο ν’ ακούς…»
«Λοιπόν; λοιπόν;» κάνουνε γύρω ανυπόμονα.
«Μπρος να τραβήξω φοβόμουνα, πίσω να κάνω σκιαζόμουν. Με τα πολλά, το παίρνω απόφαση και τραβώ. Κατεβαίνω στη ρεματιά, χώνομαι κάτω από τα δέντρα. Η βρύση ήταν εκειδά να, άκουγα κιόλας το νερό να τρέχει. Στρίβω, που λέτε, τι να δω! Στο βράχο καβάλα, σαν πάνω σε φαρί, μια γυναίκα ασπροφορεμένη καθότανε, κι ήταν αυτή που τραγουδούσε μ’ έτσι αγγελική φωνή».
«Πώς ήτανε; πώς ήτανε;» ρώτησε άπληστα το μισόγυμνο παιδί σταματώντας το φυσερό.
«Δούλευε μωρέ!» χούγιαξε ο σιδεράς.
«Δουλεύω, αφέντη».
Το καμίνι λαμπάδιασε κι η βαριά κοπάνησε το σίδερο βροντώντας.
«Ήτανε ψηλή! Χριστέ μου, τι ψηλή! Κι είχε ξέπλεκα τα μαλλιά της. Στο δεξί κράταγε ένα χτένι, χρυσό χτένι, και χτενιζότανε».
«Λοιπόν; λοιπόν;»
«Εγώ τα χρειάστηκα. Παρατώ χάμου τον κουβά, κάθουμαι πάνω γιατί τα γόνατα δεν με βαστούσαν, και σταυροχεριάζομαι να την κοιτάζω».
«Κι αυτή;»
«Αυτή τραγούδαγε του καλού καιρού. Είναι σε ξέφωτο η βρύση μας, λοιπόν από δω που βρισκόμουν έβλεπα καλά, μ’ όλο που δεν μ’ έβλεπε η λάμια».
«Δεν ήτανε λάμια. Νεράιδα ήτανε», διόρθωσε με ύφος έμπειρο ο ζευγάς. «Η λάμια δεν τραγουδάει».
«Κι ήταν όμορφη;» ρώτησε πάλι το παιδί χωρίς όμως ν’ αφήσει το φυσερό.
«Όμορφη λέει! Έλαμπε γύρω ο τόπος, λες κι είχε φανεί το φεγγάρι».
«Ο εξαποδώ παίρνει πολλά σχήματα για να μας βάλει σε πειρασμό», παρατήρησε δογματικά ο καλόγερος.
«Και δεν της μίλησες;»
«Να της μιλήσω; Κύριε ημών Ιησού Χριστέ! Τι λες, κακορίζικε; Για να μου πάρει τη μιλιά;».

.jpg

 “Το Κατινάκι” (απόσπασμα)

Το βασίλειό της, φυσικά, ήταν η σκάλα της υπηρεσίας. Ένα κλουβί ψηλό-ψηλό, τετράγωνο, αρματωμένο γύρω-γύρω με σίδερα. Όταν σήκωνες ανάσκελα το κεφάλι, μα τόσο πολύ που να σου πονέσει ο σβέρκος, έβλεπες, εκεί, ψηλά, πολύ ψηλά, ένα κομμάτι γαλάζιον ουρανό, κομμένο στις τέσσερες πλευρές σα με το μαχαίρι. Γυάλιζε η τετράγωνη πλάκα τ’ ουρανού ολοκάθαρη, σμαλτωμένη, – ψυχή μου! – λες και την είχανε σφουγγαρίσει με μανία αποβραδίς οι άγγελοι. Αχ, τι ωραία που ήταν! Όμως κι όταν η πλάκα θάμπωνε από συννεφιά, κι όταν μελάνιαζε κακιωμένη από το μπουρίνι, κι όταν η βροντή κυλιότανε μουγκά, φοβερίζοντας – μάννα μου! – πάλι το Κατινάκι τραγουδούσε.

– Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π’ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!

Ήτανε ξεμυαλισμένο, ούτε λόγος. Χαιρότανε και τη λιακάδα και τη μπόρα. Μέσα στα νερά της βροχής, που κρουνελιάζανε σαν καταρράχτες από τα λούκια και τα σιδερένια πλατύσκαλα, εκείνο πλατσούριζε ξεμυαλισμένο, μπήγοντας ψιλές-ψιλές φωνούλες σα γαρδέλι που το μπουχίσανε και ξαφνιάστηκε. Και πάλι το τραγούδι, τ’ άσωστο τραγούδι.

Αθήνα και πάλι Αθήνα

Αθήνα μ’ αρέσεις πολύ! …

Της άρεσε η Αθήνα, αυτό ν’ ακούγεται. Ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη. Ήξερε και τα τρία παιδιά της κυρίας Παρασκευής του μοίραρχου, αντίκρυ.

Ήξερε και τον συνοικιακό κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιο πέρα. Εκεί έτρεχε, με την ψυχή στο στόμα, κάθε δεκαπέντε, που είχε την έξοδο. Αχ, και πού να ήταν από πουθενά η μάνα της να τη βλέπει πόσο μορφωμένη είχε γίνει τώρα, εδώ στην Αθήνα!

Στην είσοδο, όταν συναντιότανε με τον καθηγητή της Γαλλικής που καθότανε στο ισόγειο, θα ’βρισκε πάντα την ευκαιρία να του πει «μερσί». – Πες-πες, συλλογιζόταν, να ιδείς που μια μέρα θα τα καταφέρνω και στα Γαλλικά. Αμ τι νόμισες!

– Κατίνα! Βρε θεοσκοτωμένη, που είσαι;

Πάει, ξεχάστηκε! Η κυρά της, με τα μούτρα γυαλιστερά σαν αυγό λαδωμένο, πασαλειμμένη κρέμες, έφερνε βόλτα τις κάμαρες να τη βρει.

– Άνοιξε, μωρέ, η γη και σε κατάπιε;

– Έφτασα, έφτασα! έμπηξε μια τσιριχτή φωνούλα, για να κερδίσει καιρό, και φρρτς! έχωνε βιαστικά στο μπαουλάκι το κομμάτι από τον καθρέφτη και το χτένι. Αχ, κρίμα, κι ό,τι πήγαινε να το πετύχει αυτό το καινούργιο χτένισμα!

– Έφτασα!

Τσακίζεται να κατέβει, όμως είναι, βλέπεις, κι αυτή η ψηλοκρεμαστή σκαλίτσα, που τρέμει ολάκαιρη σαν πατάς, και πιάνεται η πνοή σου.

Κούρνιαζε σ’ ένα είδος πατάρι, πάνω από την κουζίνα, αντάμα με μια παλιά κασέλα όπου χώνανε τ’ άπλυτα. Δεν της ερχόταν άσχημα. Φλωριά να της δώσεις ν’ αλλάξει κάμαρα, δε θα θελήσει. Την έχει τόσο αγαπήσει αυτήν εδώ! Ίσα-ίσα στα μέτρα της, κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος. Όμως τι έχει να κάνει; Εδώ, νιώθει τον εαυτό της μόνον, ήσυχο, ασφαλισμένο. Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και

– Θε μου, ναι! – κι ένα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια αληθινή. Όταν τη βλέπει να παραλιγοστεύει, της βάζει μέσα νερό.

Όχι, όχι, καθόλου δεν είναι δυσαρεστημένο το Κατινάκι. Η κυρά της έχει τις ώρες της, όπως όλες οι κυράδες, όμως είναι καλή. Συχνά τυχαίνει, την ώρα που κάθεται στην τουαλέτα της και μακιγιάρεται, να έρθει πίσω της να σταθεί και το Κατινάκι, τεντώνοντας τα μάτια από θαυμασμό. Ζητάει εξηγήσεις, λεπτομέρειες. Της δίνουν.

Ύστερα ξεθαρρεύεται:

– Κυρία, σήμερα, που πήγαινα στο μπακάλη, ένας, μου είπε στο δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τι ωραίο σωματάκι που έχεις!» Αλήθεια, κυρία έχω ωραίο σωματάκι;

– Ωραίο έχεις, Κατινίτσα, ωραίο.

Η κυρά της ξεκαρδίζεται στα γέλια χωρίς αυτό να το πάρει η Κατινίτσα από κακό. Ρίχνει μια ματιά μονάχα στον ψηλό καθρέφτη και κορδώνεται. Άλλοτε πάλι:

– Κυρία, μου είπανε πως έχω ωραία μαλλιά. Αλήθεια;

–Αλήθεια, ου! Θαύμα!

Και δώστου γέλια. Και το Κατινάκι είναι ευτυχισμένο. […]

“Ελληνική εποποιΐα (1940-1941)” (απόσπασμα)

Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα.

Είταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κοπλώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτες βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.

Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη: Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα: «Πόλεμος! οι Ιταλοί εισβάλλουν», είτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.

[…]

Οι εφημερίδες, αν και Δευτέρα, κυκλοφόρησαν· έλεγαν με λίγα, χτυπητά λόγια τα σχετικά με το τελεσίγραφο, την είδηση πως οι Ιταλοί θα εισβάλουν στις έξη — τώρα. Κάτι ορθωνόταν σύσσωμο, να τους υποδεχτεί όπως αρμόζει. Τον ενθουσιασμό τον χρωμάτιζε η αγανάκτηση, η περιφρόνηση. Δρόμοι, πλατείες, σταυροδρόμια, είχαν φουντώσει στο μεταξύ από ζεστές ανάσες, κόσμο· μακρυές θεωρίες πορεύονταν προς την Ομόνοια, το Σύνταγμα, ενώ στο ραδιόφωνο ακουγόταν το διάγγελμα του Μεταξά: «Η στιγμή επέστη που θ’ αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της…» Σε μερικά μπαλκόνια φάνηκαν σημαίες, όπως στην 25η Μαρτίου. Το διάταγμα της επιστρατεύσεως άρχιζε να τοιχοκολλείται στα κέντρα. Μέσα του ο καθένας άκουγε τον Εθνικό Ύμνο ν’ ανακρούεται χαμηλόφωνα, τον ύμνο στην ελευθερία, σαν προσκλητήριο και σαν προσευχή.

Η ψυχολογία του λαού σε τέτοιες περιστάσεις φαίνεται στις γενικές της γραμμές απλή, το περιεχόμενό της όμως είναι σύνθετο. Η οργή για τη δολερή συμπεριφορά του αντιπάλου, την ηθική αναξιοπρέπεια, ξέσπασε εκείνο το πρωί σ’ αυθόρμητες επιθέσεις με στόχο τις εγκαταστάσεις των Ιταλών μέσα στην ίδια την Ελληνική πρωτεύουσα. Διαδηλώσεις έσπασαν το πρακτορείο της αεροπορικής Εταιρίας Άλα Λιττόρια στο Σύνταγμα, την Κάζα ντ’ Ιτάλια της οδού Πατησίων. Είχε γίνει ξαφνικά συνειδητό πως και τα δύο αυτά κρύβανε ίσαμε χτες κέντρα κατασκοπείας και προπαγάνδας. Η δυσαναλογία, έπειτα, ανάμεσα στον όγκο των ιμπεριαλιστικών αξιώσεων του εχθρού και στο ηθικό του υπόβραθρο, ξυπνούσε μιαν έντονη διάθεση για ονειδισμό. Είναι αυτή που θα χρωματίσει στο εξής, σε στενή εναλλαγή με τον βαθύτερα δραματικό τόνο, όλο τον αγώνα.

Όταν στις 9,30 έγινε ο πρώτος αεροπορικός συναγερμός στην πρωτεύουσα και φάνηκαν σε λίγο, πολύ ψηλά, τα εχθρικά αεροπλάνα, ο πληθυσμός δεν σκέφτηκε να κατέβει στα καταφύγια, ίσως τον είχαν διδάξει. Στάθηκε και κοίταζε το θέαμα από τους δρόμους, τα μπαλκόνια, τις ταράτσες. Βόμβες προορισμένες, για τον Πειραιά έπεσαν στη θάλασσα. Στο Τατόι δεν σημειώθηκαν ζημιές· χτυπήθηκε όμως σε τρία αλλεπάλληλα κύματα η Πάτρα, όπου τ’ αεροπλάνα κατέβηκαν πολύ χαμηλά, έρριξαν πάνω στον άμαχο πληθυσμό. Ξεθαρρεμένος εκείνος, είχε μείνει έξω από τα καταφύγια, όπως στην Αθήνα. Οι πενήντα νεκροί του και οι περισσότεροι από εκατό τραυματίες έκαναν φανερό πως ο εχθρός είταν αποφασισμένος να επιδείξει τη δύναμη του όπου το μπορούσε, βάναυσα.

Βομβαρδίστηκαν την ίδια μέρα εγκαταστάσεις κοντά στον Ισθμό, η Ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα υδρεύσεως στο Φασιδέρι της Κηφισιάς, η Κινέττα, η περιοχή Ιστιαίας. Στην Αθήνα, κατά τις 11 η ώρα, φάνηκαν μέσα σ’ ανοιχτό αυτοκίνητο να περνάνε αργά από τους κεντρικούς δρόμους ο Γεώργιος ο Β’ και ο Μεταξάς. Χαιρετούσαν χαμογελαστοί τα πλήθη, που είχαν συνεπαρθεί από ενθουσιασμό. Λησμονήθηκαν τότε διαφωνίες, αντιρρήσεις για το καθεστώς, πολιτικές αντιθέσεις, όλα. Κύματα κόσμος έζωνε το αυτοκίνητο, χυνόταν πάνω του, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε. Αυτά – εκεί, είτανε τα πρόσωπα που ενσάρκωναν τη θέληση του έθνους , το φρόνημά του, τίποτ’ άλλο. Ο ελληνικός λαός είχε αποκτήσει μπροστά στον εθνικό εχθρό την ψυχική του ενότητα.

Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σ’ έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων κοντά το μεσημέρι, έδωσε με λιτή αξιοπρέπεια τον τόνο στην όλη Υπόθεση. Σαν κείμενο, επέζησε, μπήκε στην Ιστορία: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Εκεί – πέρα, στα σύνορα, βροντούσε το κανόνι. Σε περισυλλογή βαθύτατη, με κλεισμένα μάτια, το άκουγε μέσα της κάθε ελληνική ψυχή.

[πηγή: Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική Εποποιΐα (1940-1941), χ.ε.ο., Αθήνα 1964, σ. 39-41]

Antonio_Rotta01

Antonio Rotta

«Τα παιδιά με τα κλωνάρια»

Ήταν η ώρα του σούρουπου. Ένα αντρόγυνο κατέβαινε τη λεωφόρο πιασμένο μπράτσο, καθώς πορεύονταν τα ζευγάρια κάποιον άλλο καιρό. Το βάδισμά του ήταν κανονικό και λιγάκι βαρύ, ανάλογο με την ηλικία. Οι δυο μαζί πρέπει να έστριβαν τον κάβο του αιώνα.

Σε μια στιγμή ξεπροβαίνει μπροστά τους, σ’ αντίθετη φορά, μια ανάλαφρη παρέα: Κοριτσόπουλα και παιδαρέλια ανάμεσα στα δεκαέξι και τα δεκαοχτώ τους. Γύριζαν από κάποιον εξοχικό περίπατο ή εκδρομή, γιατί κρατούσαν κλωνάρια, πρασινάδες. Ούτε λουλούδια αγκαλιές, ούτε μπουκέτα. Ίσα ίσα δυο τρία κλαριά, σύμβολα στεγνά, ένα είδος μαρτυρίας λακωνικής του τόπου απ’ όπου έρχονταν. Η γενιά αυτή αγαπάει τη βραχυλογία, την κοφτή και σχεδόν βλοσυρή υποδήλωση, κάθε μεγαλοστομία τη σιχαίνεται, ακόμα και στα λουλούδια, που είναι για τον άνθρωπο η πιο έμφυτη ερωτική σύνδεση. Οι νέοι προχωρούσαν σε ιδιότυπο σχηματισμό: Μπροστά τα κορίτσια, ξοπίσω τους τ’ αγόρια… Το έβρισκαν φαίνεται πιο πρακτικό ή και πιο σύμφωνο με τον αντιλυρικό τους κόσμο.

Οι δυο γενιές, το ζευγάρι, η διμοιρία, αντικρίστηκαν, αντιπέρασαν. Όμως, στα μάτια του πρώτου, είχε απομείνει ένα ξάφνιασμα. Στάθηκαν, γύρισαν κατά πίσω, κοίταξαν το σχηματισμό που ξεμάκραινε με το γοργό του βήμα. Ξεκίνησαν πάλι.

– Είδες τα κορίτσια; είπε ο ένας. Πώς μας κοίταξαν!
– Αυτά πρόσεξα κι εγώ, έκανε η άλλη.

Αυτό τους είχε ξαφνιάσει. Όχι η αντίθεση στα χρόνια, το χτυπητό δίπτυχο που φέρνει, σε κάποια γραμμένη στιγμή, αντιμέτωπες τις γενιές. Εκείνο που τους είχε κρούσει, ήταν ο τρόπος που τους κοίταξαν τα κορίτσια ώσπου ν’ αντιπεράσουν. Ίσια στα μάτια, αδίσταχτα, καρφωτά. Και με κάτι σαν ατάραχη αναμέτρηση, που τη στόμωνε αδιόρατα μια δροσερή ειρωνεία.

Αναπόλησαν τότε άλλα αντικρίσματα, σε χρόνια περασμένα, πάλι ανάμεσα σε ηλικίες που έρχονταν και που έφευγαν. Ήταν διαφορετικά για να τα έχουν λησμονήσει. Αναθυμήθηκαν μάτια χλωρά, σαν και τούτα που είχαν περάσει, μονάχα λιγότερο αλύγιστα. Θέλησαν να είναι δίκαιοι, όσο τους περνούσε από το χέρι… Αυτά τα παιδιά βγαίνουν από έναν πόλεμο δίχως προηγούμενο. Έναν πόλεμο που απογύμνωσε όλες τις αξίες. Χωρίς να το ξέρουμε, χωρίς να το υπολογίσουμε βάλαμε σ’ αυτόν την τιμή μας. Διακηρύξαμε αρχές και τις ξεγράψαμε. Υπάρχει εδώ ένα θέμα κύρους, που μονάχοι μας το κλονίσαμε. Ο σεβασμός είναι μια τάξη αναγκαία για την ισορροπία της ζωής. Δεν είναι όμως επιταγή δίχως αντίκρισμα. Η υπεροχή πρέπει να έχει τα πειστήριά της πάντοτε έτοιμα, ακόμη κι αν δεν της τα ζητήσει ποτέ κανένας. Ήταν ένας καιρός όπου ο σεβασμός αξιωνόταν με το έτσι θέλω από εκείνον που τύχαινε να έχει ένα χρονικό και μόνο προβάδισμα. Ο κόσμος γνώρισε πρεσβύτερους ανάξιους, που απαιτούσαν το σεβασμό μόνο και μόνο γιατί είχαν την εξουσία να τον επιβάλουν. Ο καιρός αυτός, ας το πάρουμε απόφαση, έχει περάσει.

Πάει ο καιρός όπου ένα επιτήδειο μηδενικό απαιτούσε το σεβασμό, επειδή κατάφερε να σκαρφαλώσει σε μια καθέδρα. Όλο και περισσότερο, από δω κι εμπρός, ο διδάσκων θα κρίνεται, ο ηγέτης θα ελέγχεται, ο γονιός θα πρέπει να δείχνεται άξιος της αποστολής του. Ανατέλλει μια εποχή όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος θα ξέρει πως το δύσκολο δεν είναι ν’ ανέβεις, αλλά να σταθείς.

Μέσα στα μάτια των παλαιότερων, που χαμηλώνονταν μπροστά στον οποιοδήποτε μεγαλύτερο με συστολή, έβλεπες… μια παθητική συμμόρφωση. Αν η υποταγή εκείνη στην ανεξέλεγκτη αυθεντία δεν ήταν τόσο τυφλή, συμβατική, μπορεί και ο κόσμος σήμερα να μην είχε ξεστρατίσει τόσο στην ασέβεια. Η σημερινή ανταρσία είναι, σ’ ένα ποσοστό της, έργο των σύγχρονων γονιών, που θέλησαν ν’ αντιδράσουν στην παλιά εκείνη τάξη πραγμάτων. Καταπιεζόμενοι της χτες, έπεσαν σ’ έναν άκριτο φιλελευθερισμό απέναντι στα παιδιά τους. Ο αυτοέλεγχος είναι αναγκαίος. Από εκεί και πέρα, απομένει πάντα ένα περιθώριο αρκετά πλατύ, για να κακίσουμε, δικαιολογημένα πια, το θράσος της σημερινής νεολαίας. Άλλωστε όχι όλης της νεολαίας. Μιας μερίδας της, που τυχαίνει να τη συκοφαντεί ολάκερη, επειδή είναι η πιο πολυθόρυβη και προκλητική. Η άλλη αγωνίζεται βουβά, σκυμμένη, ν’ ανασυντάξει τον κόσμο. Οι θρασείς θα φύγουν. Θα τους αποβάλει μονάχο του το σώμα της αυριανής κοινωνίας, γιατί χρειάζεται πάντα ένας εσωτερικός νόμος, ένα ηθικό μέτρο, που να οργανώνει τη συμβίωση. Τι θ’ απομείνει από το ήθος της σημερινής νεολαίας; Μπορεί και μόνο το θαρρετό τούτο βλέμμα των κοριτσιών που πέρασαν μέσα στο σούρουπο με τα κλωνάρια στο χέρι. Το βλέμμα που ξέρει να κοιτάζει ίσια, κατάματα. Ας τους ευχηθούμε όμως ακόμα κάτι: Σαν έρθει και γι’ αυτά η ώρα να πάρουν την άλλη κατεύθυνση στη λεωφόρο, τότε που θα έχουν ξεπεράσει πια τη σημερινή τους επαναστατική αδιαλλαξία και ψυχρότητα, θα μπορούν να νιώσουν την ίδια μ’ εμάς τρυφερή αδυναμία, που κάνει τον άνθρωπο να στηρίζεται στον άνθρωπο. Ίσως τότε ανακαλύψουν μιαν ανυποψίαστη ποικιλία του σεβασμού: Την ευλάβεια μπροστά στους κουρασμένους, αυτούς που δεν έχουν πια ψευδαισθήσεις, κλωνάρια, τρόπαια.

Πηγές:greeklanguage,  latistor, ebooks.edu, wikipedia