Απόσπασμα από το βιβλίο Οι λέξεις του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, μετάφραση: Ειρήνη Τσολακέλλη, Άγρα, Αθήνα 2003.

 

Sartre2

 

Δεν ήξερα ακόμη να διαβάζω αλλά ήμουν αρκετά ματαιόδοξος ώστε να απαιτώ να έχω δικά μου βιβλία. Ο παππούς μου πήγε στον κατεργάρη τον εκδότη του και πήρε Τα παραμύθια του Maurice Bouchor, ιστορίες εμπνευσμένες από τη λαϊκή παράδοση και προσαρμοσμένες στις προτιμήσεις των παιδιών από έναν άνδρα που είχε διατηρήσει, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, το βλέμμα ενός παιδιού. Θέλησα να αρχίσω αμέσως τις τελετές οικειοποίησης. Πήρα τους δύο μικρούς τόμους, τους μύρισα, τους ψηλάφισα, τους άνοιξα αδιάφορα «στη σωστή σελίδα» κάνοντάς τους να τρίζουν. Μάταια: δεν είχα το συναίσθημα ότι τους κατείχα. Προσπάθησα, δίχως όμως μεγάλη επιτυχία, να τους συμπεριφερθώ σαν κούκλες, να τους νανουρίσω, να τους φιλήσω, να τους χτυπήσω. Έτοιμος να κλάψω, στο τέλος τους ακούμπησα στα γόνατα της μητέρας μου.  Εκείνη σήκωσε τα μάτια από το κέντημά της: «Τι θέλεις να σου διαβάσω αγάπη μου; Τις Νεράιδες;» Εγώ ρωτούσα με δυσπιστία: «Οι Νεράιδες είναι εκεί μέσα;» Η ιστορία αυτή μού ήταν οικεία: η μητέρα μου μου την αφηγούνταν συχνά, όταν μου έπλενε το πρόσωπο, διακόπτοντας για να με τρίψει με κολόνια, για να μαζέψει, κάτω από τη μπανιέρα, το σαπούνι που της είχε γλιστρήσει από τα χέρια και εγώ άκουγα αφηρημένα την τόσο γνωστή αφήγηση· δεν είχα μάτια παρά μονάχα για την Αν-Μαρί, το κορίτσι των πρωινών μου· δεν είχα αυτιά παρά μονάχα για τη φωνή της, την ταραγμένη από την υποταγή· μου άρεσαν οι μισοτελειωμένες φράσεις της, οι πάντα αργοπορημένες λέξεις της, η ξαφνική βεβαιότητά της που κατέρρεε απότομα και μετατρεπόταν σε πανωλεθρία για να εξαφανιστεί σε ένα μελωδικό ξέφτισμα και να ξανασυντεθεί έπειτα από μια σιωπή. Η ιστορία ήταν πρόσχημα: ήταν η σύνδεση των παραμιλητών της. Όση ώρα μιλούσε, ήμασταν μόνοι και παράνομοι, μακριά από τους ανθρώπους, τους θεούς και τους ιερείς, δύο ελάφια στο δάσος, συντροφιά με κείνα τα άλλα ελάφια, τις Νεράιδες· δεν μπορούσα να πιστέψω πως κάποιος είχε γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο για να παρουσιάσει αυτό το επεισόδιο της ανίερης ζωής μας που μύριζε σαπούνι και κολόνια.

Η Αν-Μαρί με έβαλε να καθίσω απέναντί της, στη μικρή μου καρέκλα· έγειρε, χαμήλωσε τα βλέφαρά της, αποκοιμήθηκε. Από το αγαλματένιο πρόσωπο βγήκε μια γύψινη φωνή. Τα ’χασα: Ποιος μιλούσε; Τι έλεγε; Η μητέρα μου ήταν απούσα: ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα σημάδι συνενοχής, ήμουν εξόριστος. Και ύστερα δεν αναγνώριζα τη γλώσσα που μιλούσε. Από πού αντλούσε αυτή τη σιγουριά; Κατάλαβα αμέσως: μιλούσε το βιβλίο. Από το βιβλίο ξεπηδούσαν φράσεις που μου προκαλούσαν φόβο: ήταν αληθινές σαρανταποδαρούσες, έβριθαν από συλλαβές και γράμματα, τέντωναν τους διφθόγγους, έκαναν τα διπλά σύμφωνα να πάλλονται· φράσεις τραγουδιστές, ένρινες, κομμένες από παύσεις και αναστεναγμούς, πλούσιες σε άγνωστες λέξεις, γοητεύονταν από εκείνες τις ίδιες και από τους μαιάνδρους τους δίχως να νοιάζονται για μένα: μερικές φορές εξαφανίζονταν πριν μπορέσω να τις καταλάβω, άλλες φορές τις είχα καταλάβει εκ των προτέρων και κείνες συνέχιζαν να κυλάνε μεγαλοπρεπώς προς το τέλος τους δίχως να μου ξεφεύγει ούτε ένα κόμμα. Ασφαλώς, αυτή η αγόρευση δεν απευθυνόταν σε μένα. Όσο για την ιστορία, είχε βάλει τα κυριακάτικά της: ο ξυλοκόπος, η γυναίκα του και οι κόρες τους, η νεράιδα, όλα αυτά τα ανθρωπάκια, οι όμοιοί μας, είχαν γίνει μεγαλοπρεπείς· μιλούσαν για τα κουρέλια τους με λαμπρότητα, οι λέξεις κατέγραφαν τα πράγματα, μετατρέποντας τις πράξεις σε ιεροτελεστίες και τα γεγονότα σε τελετές. Κάποιος άρχισε να κάνει ερωτήσεις: ο εκδότης του παππού μου, εξειδικευμένος στις εκδόσεις σχολικών βιβλίων, δεν έχανε την παραμικρή ευκαιρία για να εξασκεί τη νοημοσύνη των νεαρών αναγνωστών του. Μου φάνηκε ότι κάποιος ρωτούσε ένα παιδί: αν ήταν στη θέση του ξυλοκόπου, τι θα έκανε; Ποια από τις δύο αδελφές θα προτιμούσε; Γιατί; Επιδοκίμαζε την τιμωρία της Μπαμπέτ; Όμως αυτό το παιδί δεν ήμουν καθόλου εγώ και φοβόμουν να απαντήσω. Ωστόσο απάντησα, η αδύναμη φωνή μου χάθηκε και αισθάνθηκα ότι γινόμουν άλλος. Και η Αν-Μαρί ήταν άλλη, με ένα ύφος υπερδιορατικού τυφλού: νόμιζα ότι ήμουν το παιδί όλων των μητέρων, ότι ήταν η μητέρα όλων των παιδιών. Όταν σταμάτησε να διαβάζει, της άρπαξα βιαστικά τα βιβλία, τα έβαλα κάτω από το μπράτσο μου δίχως να πω ευχαριστώ.

Με τον καιρό απολάμβανα αυτό το μηχανισμό που με ξερίζωνε από τον εαυτό μου: ο Μωρίς Μπουσόρ έσκυβε πάνω στην παιδική ηλικία με την οικουμενική φροντίδα που δείχνουν οι προϊστάμενοι των πολυκαταστημάτων στις πελάτισσές τους: κολακευόμουν. Άρχισα να προτιμώ τις προκατασκευασμένες αφηγήσεις από τις αυτοσχέδιες· έγινα ευαίσθητος στην αυστηρή διαδοχή των λέξεων: επέστρεφαν σε κάθε ανάγνωση, πάντοτε οι ίδιες και με την ίδια αναμενόμενη σειρά. Στα παραμύθια της Αν-Μαρί, οι ήρωες ζούσαν τυχαία, όπως και εκείνη: τώρα απέκτησαν πεπρωμένα. Παρευρισκόμουν στη Θεία Λειτουργία: παρακολουθούσα την αιώνια επιστροφή των ονομάτων και των γεγονότων.

Τότε ζήλεψα τη μητέρα μου και αποφάσισα να πάρω το ρόλο της. Έκλεψα ένα βιβλίο με τίτλο Περιπλανήσεις ενός Κινέζου στην Κίνα (Tribulations dun Chinois en Chine) και το πήρα μαζί μου σε μια αποθήκη· εκεί κούρνιασα σε ένα πτυσσόμενο κρεβάτι και έκανα ότι διαβάζω: ακολουθούσα με τα μάτια μου τις μαύρες αράδες δίχως να πηδάω ούτε μία και διηγιόμουν μια ιστορία μεγαλοφώνως, φροντίζοντας να προφέρω όλες τις συλλαβές. Με αιφνιδίασαν —ή τους έκανα να με αιφνιδιάσουν—, έβαλαν τις φωνές και αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να μου μάθουν το αλφάβητο. Είχα τον ζήλο ενός νεοφώτιστου· έφτανα στο σημείο να παραδίδω ιδιαίτερα μαθήματα στον ίδιο μου τον εαυτό· σκαρφάλωνα στο πτυσσόμενο κρεβάτι μου με το βιβλίο του Hector Malot Χωρίς οικογένεια (Sans famille), που το ήξερα απέξω, και μισοαπαγγέλλοντας, μισοαποκρυπτογραφώντας, διέτρεχα όλες τις σελίδες, τη μία μετά την άλλη: όταν γύρισα και την τελευταία σελίδα, ήξερα να διαβάζω.

Ήμουν τρελός από χαρά: ήταν δικές μου αυτές οι αποξηραμένες φωνές που ήταν κλεισμένες στα μικρά τους φυτολόγια, αυτές οι φωνές που ο παππούς μου τις ζωντάνευε με το βλέμμα του, που εκείνος τις καταλάβαινε κι εγώ δεν τις καταλάβαινα! Θα τις άκουγα, θα ήμουν πανευτυχής με αυτές τις τελετουργικές αφηγήσεις, θα μάθαινα τα πάντα. Με άφησαν να τριγυρίζω στη βιβλιοθήκη και εγώ επιτέθηκα στην ανθρώπινη σοφία. Έτσι άρχισα να υπάρχω. Αργότερα άκουσα εκατοντάδες φορές τους ατνισημίτες να κατηγορούν τους Εβραίους ότι αγνοούν τα μαθήματα και τις σιωπές της φύσης· απαντούσα: «Σε αυτή την περίπτωση, εγώ είμαι πιο Εβραίος απ’ αυτούς». Τις πλούσιες αναμνήσεις και τον γλυκό παραλογισμό των παιδικών χρόνων στην εξοχή μάταια θα τις αναζητούσα εντός μου. Ποτέ δεν σκάλισα τη γη, δεν αναζήτησα φωλιές πουλιών, δεν ξεχορτάριασα, δεν πέταξα πέτρες στα πουλιά. Τα βιβλία μου ήταν τα πουλιά και οι φωλιές μου, τα κατοικίδια ζώα μου, ο στάβλος και η εξοχή μου· η βιβλιοθήκη ήταν το σύμπαν παγιδευμένο σ’ έναν καθρέφτη· είχε τον ατέλειωτο πλούτο, την ποικιλία, το απρόβλεπτο. Ριχνόμουν σε απίστευτες περιπέτειες: έπρεπε να σκαρφαλώσω στις καρέκλες, στα τραπέζια, με κίνδυνο να προκαλέσω χιονοστιβάδες βιβλίων που θα με καταπλάκωναν. Τα βιβλία που ήταν στο ψηλότερο ράφι παρέμειναν για πολύ καιρό εκτός πεδίου δράσης μου· κάποια άλλα, μόλις τα ανακάλυπτα, μου τα έπαιρναν από τα χέρια: άλλα, πάλι, κρύβονταν: τα είχα πάρει, είχα αρχίσει να τα διαβάζω νόμιζα ότι τα είχα ξαναβάλει στη θέση τους, και έπρεπε να περάσει μια βδομάδα για να τα ξαναβρώ. Είχα φριχτές συναντήσεις: άνοιγα ένα λεύκωμα και έπεφτα πάνω σε μια έγχρωμη γκραβούρα, αποκρουστικά έντομα σάλευαν κάτω απ’ το βλέμμα μου. Ξαπλωμένος στο χαλί, ξεκίνησα τα άγονα ταξίδια μου μέσα από τις σελίδες του Fontelelle, του Αριστοφάνη, του Rabelais: οι φράσεις μου αντιστέκονταν σαν αντικείμενα· έπρεπε να τις παρατηρώ, να τις γυροφέρνω, να προσποιούμαι ότι απομακρύνομαι και να επιστρέφω ξαφνικά για να τις αιφνιδιάσω: τις περισσότερες φορές φύλαγαν καλά το μυστικό τους. Ήμουν ο Λα Περούζ, ο Μαγγελάνος, ο Βάσκο ντα Γκάμα· ανακάλυπτα παράξενους ιθαγενείς: «Αυτοτιμωρούμενος» σε κάποια μετάφραση του Τερέντιου σε αλεξανδρινό στίχο, «ιδιοσυγκρασία» σε ένα βιβλίο συγκριτικής λογοτεχνίας. Αποκοπή, Χιασμός, Ακρογωνιαίος Λίθος, εκατό άλλοι ανεξιχνίαστοι και απόμακροι Κάφροι αναπηδούσαν στο γύρισμα μιας σελίδας και η εμφάνισή τους και μόνο απορρύθμιζε ολόκληρη την παράγραφο. Το νόημα αυτών των σκληρών και μαύρων λέξεων το έμαθα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ενώ ακόμη και σήμερα διατηρούν την αδιαφάνειά τους: είναι η τροφή της μνήμης μου.

Η βιβλιοθήκη περιελάμβανε αποκλειστικά τους μεγάλους Γάλλους και Γερμανούς κλασικούς. Υπήρχαν βιβλία γραμματικής, καθώς επίσης και μερικά διάσημα μυθιστορήματα, Επιλογή διηγημάτων (Contes choisis) του Maupassant, βιβλία τέχνης –ΡούμπενςΒαν ΝτάικΝτύρερΡέμπραντ– που οι μαθητές του παππού μου του είχαν δωρίσει κάποια Πρωτοχρονιά. Ισχνό σύμπαν. Αλλά η εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse ήταν το παν: διάλεγα έναν τόμο στην τύχη, πίσω από το γραφείο, από το προτελευταίο ράφι, Α-Βεκ, Βεκτ-Γν, Γνω-Δ, Μελ-Πο ή Πρ-Ω (αυτοί οι συνδυασμοί συλλαβών είχαν μετατραπεί σε κύρια ονόματα που καθόριζαν τους τομείς της παγκόσμιας γνώσης: υπήρχε η περιοχή Γνω-Δ, η περιοχή Πρ-Ω, με τη χλωρίδα και την πανίδα της, τις πόλεις της, τους επιφανείς άνδρες της και τις μάχες της)· τον τοποθετούσα με δυσκολία πάνω στο sous-main του παππού μου, τον άνοιγα, εκεί ανακάλυπτα αληθινά πουλιά, κυνηγούσα αληθινές πεταλούδες που άγγιζαν αληθινά λουλούδια. Άνθρωποι και ζώα ήταν εκεί, αυτοπροσώπως: οι γκραβούρες ήταν τα σώματά τους, το κείμενο ήταν η ψυχή τους, η ιδιαίτερη μυρωδιά τους· εκτός των τειχών, θα συναντούσε κανείς αόριστα προσχέδια που πλησίαζαν πάνω-κάτω τα αρχέτυπα δίχως να αγγίζουν την τελειότητά τους: στον Ζωολογικό Κήπο οι πίθηκοι ήταν λιγότερο πίθηκοι, στον Κήπο του Λουξεμβούργου οι άνθρωποι ήταν λιγότερο άνθρωποι. Ανεπίγνωστα πλατωνιστής, πήγαινα από τη γνώση στο αντικείμενο της γνώσης· έβρισκα περισσότερη πραγματικότητα στην ιδέα απ’ ότι στο αντικείμενο, πρώτον διότι μου προσφερόταν και δεύτερον διότι μου προσφερόταν σαν αντικείμενο. Στα βιβλία συνάντησα το σύμπαν: αφομοιωμένο, ταξινομημένο, καταχωρισμένο, κατανοητό, και επιπλέον επικίνδυνο· δεν διαχώριζα την αταξία των αναγνωστικών εμπειριών μου από την αβέβαιη πορεία των πραγματικών γεγονότων. Από εκεί προήλθε αυτός ο ιδεαλισμός που χρειάστηκα τριάντα χρόνια για να τον ξεφορτωθώ.

 

Εικόνα εξωφύλλου: André François, 1958

Επιμέλεια στήλης: Γιώργος Τσακνιάς

Πηγή: dimartblog