Θ’αφήσω την πόρτα πίσω μου ανοιχτή. Θα κατέβω στο μοναδικό εστιατόριο της πόλης για να φάω -όπως και κάθε μέρα- το τελευταίο μου γεύμα. Φεύγοντας, θ’ακουμπήσω τα χρήματα μου στο τραπέζι. Με σπουδή θ’απομακρυνθώ – με το κεφάλι χαμηλά. Κρυφά μη με δει κάποιος γνωστός. Τι μεγάλη συμφορά θα ήταν να χαιρετηθούμε! Μην σε δω κι εσένα πριγκιπέσα μου, και φιληθούμε τρίτη φορά για τελευταία φορά. Όπως κάποτε μια Τρίτη.

Κι όπως μεγαλώνω γίνομαι σιωπή. Κι όπως μεγαλώνω, λιγοστεύουν εκείνα που φοβάμαι.  Αυτό το φοβάμαι. Λιγοστεύουν κι οι φίλοι. Ευτυχώς… Βλέπεις, παράξενες μέρες. Παράξενοι κόσμοι. Παράξενη λέξη το “παράξενο”. “Εκείνο που είναι ξένο των ερμηνευτικών μας ικανοτήτων.” Πάνω απ’ όλα λοιπόν: παράξενοι άνθρωποι. Καλύτερα μακριά τους.

Γυρνώντας δεν θα πάρω το ασανσέρ. Θ’ανέβω με τα πόδια το κάθε σκαλί της καταδίκης μου. Στην δίνη της άνωσης θα υποταχθώ θεληματικά. Αμέσως μετά, θα γελώ υστερικά με την τέλεια γεωμετρία της πτώσης.

Έτσι μάγκα μου, αν θες, για να γελάμε εμείς οι δυο παρέα. Όπως κάποτε, που μ’έπιανες, πατέρα.

laughter.jpg