Όλη η θλίψη της πόλης έφθασε ξαφνικά μαζί με τις πρώτες κρύες βροχές του χειμώνα και δεν υπήρχαν πια στέγες στα ψηλά άσπρα σπίτια καθώς περπατούσες, παρά μόνον η υγρή μαυρίλα του δρόμου και οι κλειστές πόρτες των μικρών μαγαζιών, οι μικροπωλητές των βοτάνων, τα χαρτοπωλεία και τα περίπτερα με τις εφημερίδες, η μαμμή – δευτεροκλασάτη -, και το ξενοδοχείο όπου είχε ξεψυχήσει ο Βερλαίν, εκεί που κι εγώ κρατούσα ένα δωμάτιο στον τελευταίο όροφο για να δουλεύω.

 

Ήταν έξι ή οκτώ σκάλες μέχρι τον τελευταίο όροφο, έκανε πολύ κρύο και ήξερα πόσο πολύ θα κόστιζε μια δεσμίδα από μικρά κλαράκια, τρία συρματόδετα δεμάτια σχισμένου πεύκου σε μέγεθος μισού μολυβιού για ν’ αρπάξουν φωτιά από τα κλαράκια, και ακόμα ένα δεμάτι μισόστεγνα μακριά σκληρά ξύλα που έπρεπε να αγοράσω για να κάνω μια φωτιά που θα ζέσταινε το δωμάτιο. Έτσι πήγα στην απέναντι πλευρά του δρόμου και μες τη βροχή σήκωσα το βλέμμα στη στέγη για να δω αν λειτουργούσε καμμιά καμινάδα και κατά πού πήγαινε ο καπνός. Καπνός δεν υπήρχε και σκέφθηκα πόσο κρύα θα ήταν η καμινάδα και πιθανόν δεν θα τραβούσε και ίσως το δωμάτιο γέμιζε καπνό, και τα καύσιμα θα ξοδεύονταν άσκοπα, και μαζί μ’ αυτά και τα χρήματα, κι έτσι συνέχισα να περπατώ μες στη βροχή.

(A moveable Feast – A Good Café on the Place St.-Michel)

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου Στρατηγοπούλου

Πηγή : authorsandwriterstooktheirownlives