Μα τι να πρωτοϊστορήσω απ’ όλα; Έζησα το παν, ως κι αυτό το είδος της απομονωμένης σφήκας, της ακοινώνητης που μένει σε μια τρύπα γης. Κι’ έστρωσα το γιατάκι μου, για χαλί, το φρέσκο ροδοπέταλο. Κι ότι να πω τώρα, πάντα θα φαίνεται ξέψυχος ήχος.

Η αλήθεια είναι, πως θάταν αδύνατο να περάσω τόσες μορφές ζωής χωρίς τον εχινόκακτο. Η γνωριμία μου με το μαντικό και μεταγνωμικό φυτό ήταν ο μεγάλος σταθμός στον χιλιοπαιδεμένο βίο μου. Πρέπει να ιστορήσω με κάποια τάξη το περιστατικό.

Ήτανε σε μεγάλη και πολυάνθρωπη πολιτεία, που τα μάρμαρα των παλατιών, βασιλιάδων πεθαμένων από αιώνες και μιας αρχοντιάς, που δεν υπάρχει πια, έχουν αρρωστήσει από τον δριμύ αχνό της βενζίνας, από χιλιάδες αυτοκίνητα.

Άσκοπα περπατούσα σε κάτι σταχτειά δρομάκια, πίσω από κάποιο μεγάλο θέατρο. Γύρευα, όπως πάντα, να δώσω τροφή στα μάτια μου, με την ελπίδα να ξεχάσω, μακάρι και για λίγο, το πρόβλημα που με βασάνιζε. Δεν τύρβαζα περί πολλά, σαν την ανόητη Μάρθα. Εϊχα πια νοιώσει βαθειά, ότι ενός εστί χρεία. Και σ’ αυτό το «ένα» είχα συγκεντρωθεί με πάθος, με αγωνία.

Είχα φτάσει, τον τελευταίο καιρό, στο συμπέρασμα, πως όλο το βάρος κι η πίκρα της ζωής, ερχόταν από το ατομικό «εγώ» μου και την αγιάτρευτη μόνωσή μου. Αυτό το πετσί, που περιέβαλλε το κορμί μου, δέχτης θαυμαστός για εντυπώσεις από τον έξω κόσμο, τόνοιωθα να γίνεται, με τον καιρό και τη συνήθεια, τοίχος αδιαπέραστος. Κι’ απ’ έξω παραμόνευε ο θάνατος, έτοιμος να ορμήσει, ακάλεστος, ν’ αναποδογυρίσει τα πιάτα στο τραπέζι και να σβήσει το φως…

Όλο οτο πρόβλημα στεκότανε στο πως να σπάσει το τσόφλι του το ατομικό «εγώ», να λυτρωθεί ο άνθρωπος που σφάδαζε, δέσμιος, μέσα σ’ αυτό, να ξεχυθεί στα πάντα, να γίνει ένα με το αέναο ποτάμι της ζωής, που με περίζωνε, αυτή τη χαρούμενη αιωνιότητα. Κοντολογής, ήταν, αυτό τον καιρό, μια δέηση, χωρίς τελειωμό, στην ουράνια χάρη, να μ’ επισκεφτεί.

Ψιλόβρεχε, όπως πάντα σχεδόν, σ’ αυτή τη σταχτειά πολιτεία. Ως και την ψυχή του την ένοιωθε κανείς μουσκεμένη. Εϊχα σταθεί, δεν ξέρω γιατί, μπροστά σ’ ένα σκοτεινό μαγαζί, με την επιγραφή «φαρμακείο». Στη μοναδική βιτρίνα του, πάνω σε παλιά κουτιά, ξεθωριασμένα, μέσα σε μια γυάλα, ένα μπαλσαμωμένο φίδι, δάγκωνε την ουρά του.

Μούκανε κάποια εντύπωση, σε λίγο, το είδος της αραιής πελατείας που μπαινόβγαινε. Ήτανε κάτι χλωμά πλάσματα, στεγνωμένα, με ρούχα περασμένης μόδας, συντηρημένα, νόμιζες, σε μουσείο. Είχανε μάτια κουρασμένα και ύφος έξω τόπου και χρόνου. Μα το πιο παράξενο ήτανε πως άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι, παρουσίαζαν αόριστη, μα πραγματική ομοιότητα, σαν πρόσωπα ίδιας φαμίλιας. Κι’ όλοι βγαίνανε με σακκουλάκι αλαφρό στο χέρι, από τριανταφυλλί τσιγαρόχαρτο.

Αποφάσισα να εξιχνιάσω το ψώνιο τους. Μυρουδιά μούχλας μου χτύπησε δυνατά τα ρουθούνια, μπαίνοντας στο μαγαζί. Το κατώφλι που δρασκέλισα μου φάνηκε πως χώριζε το σύγχρονο κόσμο από περισωμένο απομεινάρι του Μεσαίωνα. Η ατμόσφαιρα βαριά, το φως λιγοστό. Κι’ έπρεπε να προσμένεις ν’ ανοίξουν οι κόρες των ματιών, για να ξεχωρίσεις σε κάτι μαύρες μόστρες, βάζα λογιών – λογιών, άλλου καιρού, πούλεγες πως θάχουν μέσα, σίγουρα, σκόνες από κοπανισμένο ύασπι κι’ αιμοστάτη, μπάλσαμο από τ’ αχαμνά των ελαφιών, πλεμάτια αράχνης, αλοιφές από τα ξύγκια του σκατζόχερα κι’ άλλα τέτοια.

*

Ένα γεροντάκι στεκότανε μπροστά σ’ αυτές τις μόστρες ξαστοχημένο απ’ τον καιρό κι’ από το θάνατο. Ωστόσο τα μάτια του μπιρμπίλιζαν, με φλόγα παρά λίγο παιδιάστικη, πίσω απ’ τα χρυσόδετα γυαλιά του. Οι χιονάτες μπαρμπέτες του ξεπέρναγαν το σαγόνι του κι’ άγγιζαν τον τσαλακωμένο του γιακά.

-Μπορώ να κάμω μια ερώτηση; Του είπα.

-Παρακαλώ.

Η ψιλή, σουβλερή φωνή του, καρφώθηκε, σα βελόνα, στο τύμπανό μου:

-Τι παίρνουν οι πελάτες σας, σ’ αυτές τις σακκουλίτσες;

‘Ένα κάκτο κύριε… Σ’ εμάς μονάχα τον βρίσκουν. Τον πρωτόφερε ο παππούς μου από κάποιο μακρυνό ταξίδι. Όταν άνοιξε το φαρμακείο, ήρθε σ’ αλληλογραφία με τον τόπο της παραγωγής. Κι’ από τότε, είμαστε οι μοναχοί αντιπρόσωποι. Οι βοτανικοί τον ξέρουν με τ’ όνομα «εχινόκακτος ουίλιαμσίϊ».

Μια φωνή απόκοσμη αντιλάλησε σα χορδή, πάνω στις κούφιες μόστρες:

-Εμείς τον λέμε ο κάκτος των βασανισμένων.

Γύρισα κατά μέρος της. Πίσω απ’ το σκεβρωμένο λογιστήριο κάποιο απίθανο πλάσμα, ντυμένο γυναίκα, με κοίταξε με μάτια υπνοβασίας. Ηλικίας απροσδιόριστης, έμοιαζε μαδημένο πουλί, με ράμφος βαμμένο σε πολυκαιρινά φαρμάκια.

-Καλά και τι θεραπεύει; Ρώτησα.

-Τον πόθο της φυγής, κύριε,έκανε το γεροντάκι, με τον πιο σίγουρο τόνο του κόσμου.

-Της φυγής από τι;…

Ένα γέλιο ξερό, σαν ν’ ανοιγόκλεινε, ρυθμικά, ελατήριο μετάλλινο, τράνταξε το στήθος του μαδημένου πουλιού:

-Απ’ αυτή την ελεεινή ζωή, κύριε, είπε, σαν απογέλασε.

Κι’ η κερένια μορφή της, πάσχιζε να ισορροπήσει:

-Α, όχι, σας παρακαλώ – της φώναξα με φλόγα. Δεν μ’ αρέσουν διόλου αυτά τ’ αστεία… Δεν επιτρέπω να βλαστημάνε τη ζωή, που ο πρώτος ποιητής της χώρας μου ονόμασε, πολύ σωστά, «μέγα αγαθό και πρώτο»… Όσο άθλια κι’ αν είναι η ζωή αυτή – μιλάω για την εξωτερική άποψη – όχι να φύγει δεν πρέπει κανείς, μα να μπει, μέσα για μέσα, όσο βαθιά του είναι βολετό… Και να τη ζήσει.

-Σύμφωνοι… Σύμφωνοι – έκαμε το γεροντάκι, σαστισμένο απ’ το ξαφνικό μου φούντωμα – κι’ αυτό πετυχαίνουν, ίσα –ίσα οι πελάτες μαςμε τον εχινόκακτο που παίρνουν.

Τράβηξε νευρικά τη τζαμαρία μιας βιτρίνας, κατέβασε βαρύ, πήλινο βάζο, το ξεκούμπωσε κι’ άδειασε μπροστά μου την παράξενη πραμάτεια του. Ήτανε κάτι κεφάλια σαν φραγκόσυκα ξερά, χωρίς αγκάθια. Αλλά ήτανε από τη γη βγαλμένα με τις ρίζες, που κρέμονταν στο κάτω μέρος, ξερές κι’ αυτές σαν ζαρωμένοι σπάγγοι. Κι’ άλλα σκέτα, κομμένα με λεπίδι, λίγο πιο πάνω απ’ τις ρίζες. Το γεροντάκι σήκωνε μια φούχτα, μες στα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του, κι’ άφηνε να πέφτουν ένα – ένα στον πάγκο σα νάδειχνε κάτι βαρύτιμο:

-Λίγα γραμμάρια, κύριε, θα σας δώσω τη συνταγή, ένα πολύ απλό εκχύλισμα – έκαμε όλος καύχηση – φτάνει για να μεταφερθείτε, πάνω από στεριές και θάλασσες κι’ αιώνες, χιλιάδες μίλια ή χιλιάδες χρόνια μακρυά… Και να ζήσετε σε πολιτείες όσο παίρνει αλαργινές ή πεθαμένες από αμέτρητα χρόνια. Σ’ αυτά  τα πραγματάκια, που δεν τα πιάνει το μάτι σας, η φύση έδωσε τέτοια απίστευτη εξουσία… Μπορείτε, ακόμα, μ’ αυτόν τον κάκτο, κύριε, να μαντεύετε τα μελλούμενα… να βρίσκετε τα πράματα που σας πήρανε, τα δικά σας ή των άλλων… να μάθετε πως ζουν πρόσωπα που τάχετε για χαμένα ή νεκρά. Θέλω να σας πω ακόμα, κύριε, – και μπορείτε να το πληροφορηθείτε από την πελατεία μας – πως δεν βλάφτει καθόλου την υγείαν, όπως άλλα βότανα ή φάρμακα που δίνουν ορασιές… Μα η μεγάλη του υπεροχή, αντίκρυ σ’ όλα τα μαντικά φυτά, είναι πως δεν σβήνει τη συνείδηση. Μέσα στα πιο εξωτικά οράματα, μέσα σ’ όλες τις μορφές, που ξαπλώνει το είναι σας, τονώνει την προσωπικότητά σας, χωρίς να την αποχαώνει και να την αφανίζει. Μπορείτε να ιστορείτε αυτό που ζείτε και να θυμόσαστε όλα τα καθέκαστα.

Κι’ επειδή τον κοίταζα με υποψίες, πρόστεσε:

-Δεν είμαι αγύρτης, κύριε… Πάρτε μια και μόνη δόση. Να και τη συνταγή για το αφέψημα. Κάμετε απόψε το πείραμα και αύριο μας λέτε.

Έτσι ψώνισα κι’ εγώ την τριανταφυλλιά μου σακκουλίτσα. Βγαίνοντας, άκουσα το μαδημένο πουλί να μου φωνάζει:

-Όταν αδειάσετε το φλυτζάνι, ξαπλωθείτε. Χρειάζεται υπομονή. Δυό ώρες θα προσμένετε, απάνω – κάτω, την ενέργεια. Και… καλή τύχη!…

 

Πηγή: σαραντάκος