Στον Μάνο Ελευθερίου

Η μέρα φεύγει ροδοκίτρινη, κάπου στους τροπικούς.
Μουντό το σούρουπο πατά, Καρκίνων παραλλήλους.
Η σκέψη κουβεντιάζει, με δυό τύπους γελαστούς
σαν απ’αυτούς, που η καρδιά ληξιαρχεί, ως φίλους.

Καθώς τους γνέφω, να κοιτάξουν προς την ρότα του νοτιά
δυό πελεκάνοι, χαμηλά, απά στο κύμα φτερουγίζουν
και μου θυμίζουν, του Αιγαίου τα γλαρόνια τα γοργά.
Ποιός τάχα έφτιαξε θεός; τους νόστους που μ’αγγίζουν.

Και κείνοι, που δεν γνώρισαν ποτέ, κουσούρια ξενιτιάς
και Πηνελόπης υφαντό, δεν κράτησε καρτερικά τον χρόνο
δεν ένιωσαν την φλόγα επάνω τους, μιάς άσβεστης φωτιάς.
Πονάει ο μέτοικος ξυπνιός και στ’όνειρο αυτός δακρύζει μόνο.

Η νύκτα έπεσε υγρή, στου Κόλπου τους μεσημβρινούς.
Ο Πολικός, αχνοφωτά αδύναμος, του σύμπαντος μιάν άκρη.
Και εγώ, αθεράπευτα αφελής, σκέπτομαι κάποιους τυχερούς
που δεν εκύλησε, καυτό στην παρειά, νοσταλγικά ’να δάκρυ.

Παναγής Αντωνόπουλος,
από την ποιητική συλλογή “Το μπάρκο”, εκδόσεις Κάκτος, 2005