Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο λόφος
ο έρημος, κι αυτά τα δέντρα που μου κρύβουν
τον μακρινόν ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω
οραματίζομαι τις αχανείς εκτάσεις
τ’ ουρανού και την υπερκόσμια γαλήνη
κι ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω
μέσα απ’ το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα
συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου
μ’ αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο,
και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας
που ζει και πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου
πνίγεται στη βαθιά απεραντοσύνη.
Σ’ αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο.

 

μτφρ. Νάσος Βαγενάς
(γενν. 1945)


GIACOMO LEOPARDI (Ρεκανάτι 1798 – Νάπολι 1837).

Ιταλός ποιητής. Από πλούσιους και μορφωμένους γονείς που, σε συνδυασμό με το ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον της γενέτειρας του, επιδρούν αρνητικά στη μετέπειτα ζωή του, μελετά από μικρός αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και, σε νεαρή ακόμη ηλικία, γράφει δοκίμια, πραγματείες και ποιήματα. Με εύθραυστη υγεία, μοναχικός χαρακτήρας και ασυμβίβαστος, ταξίδεψε σε πολλές πόλεις της Ιταλίας, στην προσπάθειά του να αποκοπεί από το περιβάλλον της γενέτειράς του. Πέθανε σε ηλικία 39 ετών. Με τα ποιήματά του, που συγκέντρωσε στον τόμο Άσματα (1835) «ρομαντικοποίησε την καθαρότητα του αρχαίου ελληνικού συναισθήματος». Άλλα κύρια έργα του: Ηθικά έργα (1827) Σκέψεις (1845), Zibaldone (Ανάλεκτα, 1898-1900).

.jpg

Σχόλιο για το ποιήμα:

Καθισμένος ίσως στη βεράντα του σπιτιού του, κοντά στο λόφο Τάμπορ, στο Ρεκανάτι, ο ποιητής φαντάζεται τις απέραντες εκτάσεις που ανοίγονται πέρα από τον ορίζοντα, τον οποίο του κρύβει μια σειρά χαμηλών δέντρων που σχηματίζουν ένα είδος φράχτη. Ο ήχος του γήινου αέρα καθώς διαταράσσει την αίσθηση της απόλυτης σιωπής των «ουρανίων ερήμων» (όπως θα έλεγε ο Κάλβος), την οποία βιώνει με τη φαντασία του, παράγει μιαν αντίθεση που του γεννά το αίσθημα μιας επαφής με το άπειρο του χώρου και του χρόνου, προσφέροντάς του μια στιγμή αιωνιότητας.

Με το «Άπειρο» ο Λεοπάρντι πραγματεύεται με ποιητικό τρόπο τα θέματα της ηδονής και του απείρου, για τα οποία πολλά γράφει στα Ανάλεκτά του: Η ιδέα ότι υπάρχει στον άνθρωπο μια τάση «προς ένα άπειρο που δεν το κατανοούμε» η οποία πηγάζει από το γεγονός ότι ο άνθρωπος επιθυμεί και αναζητεί πάντα —υπό χίλιες προφάσεις— την ευχαρίστηση, δηλαδή τη βίωση μιας ευτυχισμένης κατάστασης· και η πεποίθηση ότι «αυτή η επιθυμία και αυτή η τάση δεν έχει όρια, γιατί είναι εγγενής και σύμφυτη με την ύπαρξη, και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τελειώσει μ’ αυτή ή μ’ εκείνη την ευχαρίστηση» αποτελεί βασικό στοιχείο της φιλοσοφίας του Λεοπάρντι· το ίδιο και η διαπίστωση ότι «μερικές φορές η ψυχή επιθυμεί μια περιορισμένη θέα» (στη συγκεκριμένη περίπτωση το παραπέτασμα των δέντρων), επειδή αυτός ο περιορισμός μπορεί να κινητοποιήσει τη φαντασία και να απελευθερώσει πλήρως την επιθυμία του απείρου, οδηγώντας τον άνθρωπο στην υπέρτατη αίσθηση της ευτυχισμένης κατάστασης (η οποία βέβαια δεν είναι άλλη από το αίσθημα της υπέρβασης του χρόνου και της φθοράς).

Με την απλότητα της γλώσσας του και το περιεχόμενο της αναζήτησής του ο ποιητής επιτυγχάνει στο «Άπειρο» μια λεπτή συγχώνευση του κλασικού με το ρομαντικό. Όμως, παρότι φαίνεται να περιγράφει το αίσθημα του απείρου με τους όρους μιας υπερμνημικής έννοιας του αιώνιου, ως ένα είδος πλατωνικού ή θρησκευτικού συναισθήματος, ο υλιστής Λεοπάρντι —όπως το δείχνει η ειρωνική κατακλείδα του ποιήματος, η οποία διαλύει το ενδεχόμενο μιας μεταφυσικής εννόησής του— γνωρίζει ότι το αίσθημα αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. «Το άπειρο», γράφει στα Ανάλεκτα, είναι ένα γέννημα της φαντασίας μας, της μικρότητάς μας και ταυτόχρονα της υπεροψίας μας, είναι μια ιδέα, ένα όνειρο, όχι μια πραγματικότητα».

Πηγή:ebooks.edu