Έσπρωξα με την πίκρα όλου του κόσμου την πόρτα σου απόψε,
με τη γάτα μπλεγμένη στα πόδια μου
και την Άνοιξη μπλεγμένη σε κάθε μου κίνηση.

Κι ήμουν έτσι πικραμένη
όχι γιατί έχασα προσωρινά τα χέρια σου,
μα γιατί μου ‘χαν μηνύσει οι αγγέλοι,
πως τελειώνει η περίοδος χάριτος,
τι κι αν τους απέφευγα,
με προσποιήσεις και καμώματα υπεροψίας;

Είχε υψωθεί για τα καλά το Τέλος
στο τέλος της οδού·
η όραση μου ακόμα, η λειψή, αρκούσε για να το δει.
Έτσι συνέχισα να κατηφορίζω στην άδεια πολιτεία,
με μιαν άρνηση κρεμασμένη στην πλάτη μου,
και μιαν ελπίδα στη δεξιά παλάμη κρατημένη, σφιχτά,
σαν κόσμημα αξίας
στο δρόμο για το ενεχυροδανειστήριο.

Χριστίνα Γιαβάσογλου