Ο “ποιητής της ήττας”, απεβίωσε σαν σήμερα, 23 Ιουνίου 2005. Χαρακτηρίστηκε έτσι εξαιτίας της επιδίωξής του να εκφράσει την διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς.


Ανήκει στους ποιητές της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, (γεννημένοι μεταξύ 1918 και 1928) και όπως τα άλλα μέλη αυτής της εποχής (Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, Μιχάλης Κατσαρός, Άρης Αλεξάνδρου…) επικεντρώθηκε στην κοινωνική ποίηση.

.jpg

Βαθιά πολιτικοποιημένος, μέσα από τους στίχους του εκφράζεται η μελαγχολία ενός αποτυχημένου ιδεώδους, σε συνδυασμό με το πάθος για αντίσταση, για αλλαγή, για μια συγκεκριμένη κοινωνική και πνευματική εξέγερση. Όπλο του, λέξεις καρφωμένες σαν πρόκες.

— Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

— Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Μανόλης Αναγνωστάκης, Ποιητική

Σπούδασε γιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος. Πρωτοεμφανίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους το 1942. Συνεργάστηκε με πληθώρα λογοτεχνικών περιοδικών και εφημερίδων, δημοσιεύοντας ποιήματα, κριτικά σημειώματα και δοκίμια. Ανέπτυξε και εκδοτική δραστηριότητα ιδρύοντας το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961) ενώ υπήρξε και μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).

αναγνωστάκης2.jpg

Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από επιφανείς συνθέτες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας.

Μιλώ

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σtους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

Μανώλης Αναγνωστάκης, Η συνέχεια 2, Εκδ. Νεφέλη

Η Μάγια Αγγέλου είχε πει κάποτε: “Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν αυτά που είπες, θα ξεχάσουν τι έκανες, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ πώς τους έκανες να αισθάνονται.” Ο Μανώλης Αναγνωστάκης υπήρξε ο εκφραστής της γενικευμένης συναισθηματικής κατάστασης μιας ολόκληρης γενιάς. Αποκρυπτογράφησε με επιτυχία τους πόνους της, τους προβληματισμούς της, την απόγνωσή της. Μέσα από τις λέξεις του, απεικονίζεται μια ολόκληρη εποχή που θα μπορούσε να την παρομοιάσει κανείς με έναν ερημικό πεζόδρομο όταν νυχτώνει. Περπατώντας σ’αυτό, είναι εύκολο να βιώσει κάποιος την μελαγχολία, την ήττα, το ανυπόφορο αίσθημα της ματαιότητας που γεννά ένα ανεκπλήρωτο όνειρο. Ταυτοχρόνως όμως, είναι αναπόφευκτο να μην γοητευτεί από την κούρασή του, την μοναξιά και την μυστικοπάθειά του.

Η ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι και σε όποιον δεν ανήκει σ’εκείνη την εποχή, σε όποιον δεν την βίωσε, μπορεί να την “αισθανθεί”, μπορεί να την νιώσει, και να συσχετιστεί. Έτσι προκύπτει η διαχρονικότητα και η καθολικότητα της ποίησης του Αναγνωστάκη, καθώς αποτελεί ένα έργο αφιερωμένο:

Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν
Για το σπίτι που χτίστηκε
Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν
Για τα πλοία που άραξαν

Για τη μάχη που κερδήθηκε
Για τον άσωτο που επέστρεψε
Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια.

Μανώλης Αναγνωστάκης, Η συνέχεια 3, εκδ. Νεφέλη

Κριστιάν Νίρκα