Κριστιάν Νίρκα

Η πολύχρωμη ζωή του, είναι ανάλογη της δυναμικής και ασθματικής γραφής του. Το 1953 τιμήθηκε με βραβείο Πούλιτζερ, ενώ το 1954 με βραβείο Νόμπελ. Έδωσε τέλος στη ζωή του το 1961 αυτοκτονώντας με μια καραμπίνα.


“Ο καλύτερος τρόπος για να μάθετε αν μπορείτε να εμπιστευτείτε κάποιον είναι να τον εμπιστευτείτε.”

χεμ.png

Ήταν λάτρης των όπλων, του ποτού, των ταξιδιών. Είναι γνωστό ότι είχε εφεύρει δικά του ποτά. Ένα από αυτά είναι το “θάνατος το απόγευμα” (όνομα εμπνευσμένο από αληθινή μελέτη της ταυρομαχίας που έγραψε ο Χέμινγουεϊ το 1932)

“Ποτέ μην κάθεσαι σε τραπέζι όταν μπορείς να σταθείς στο μπαρ.”

Ταγμένος κυνηγός και ψαράς. Αγαπούσε τις γυναίκες. Πρόκειται για μια εξαιρετικά έντονη και παθιασμένη προσωπικότητα. Στοιχεία που αποτυπώνονται στα γραπτά του.

“Μετά το γράψιμο μιας ιστορίας ήμουν πάντα άδειος και ταυτόχρονα λυπημένος και χαρούμενος, σαν να είχα κάνει έρωτα.”

Μερικά από τα αριστουργήματα που άφησε πίσω του είναι “Ο γέρος και η θάλασσα”, “Αποχαιρετισμός στα όπλα”, “Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα”. Αποτέλεσε σημείο επιρροής για πολλούς συγγραφείς.

LIFE-Hemingway-Cover.jpg

Στο τέλος της ζωής του ταλαιπωρήθηκε στα νοσοκομεία για υπέρταση και παθήσεις του συκωτιού. Ήταν πλέον ένας σύγχρονος κλασικός, αλλά η δημιουργικότητά του φάνηκε να ξεθωριάζει. Στην ευχαριστήρια επιστολή του για το βραβείο Νόμπελ αναγράφεται: ένας συγγραφέας πρέπει να γράφει αυτό που έχει να πει, και όχι να το λέει. Η προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε σε συνδυασμό με το συγγραφικό μπλοκάρισμα, τον έκαναν να αποσυρθεί οριστικά στο σπίτι που είχε στο Αϊντάχο. Η σωματική και ψυχική του υγεία όμως επιδεινώνονταν συνεχώς καθηλώνοντάς τον.

“Ο κόσμος είναι ένα τέλειο μέρος για το οποίο αξίζει να παλέψεις και μισώ το ότι θα πρέπει να τον αφήσω κάποια στιγμή.”

Έτσι, 2 Ιουλίου του 1961, πήρε το δίκαννο και αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι.

 

 

Απόσπασμα από το “ο γέρος και η θάλασσα”

«Το ψάρι είναι φίλος μου» είπε δυνατά. «Δεν έχω ξαναδεί ούτε έχω ξανακούσει για κανένα τέτοιο ψάρι». Όμως πρέπει να το σκοτώσω. Πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να σκοτώσουμε τ’ αστέρια»
Φαντάσου να έπρεπε κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει το φεγγάρι, συλλογίστηκε. Το φεγγάρι σώνεται και χάνεται. Φαντάσου όμως να ήταν αναγκασμένος κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει τον ήλιο; Γεννηθήκαμε τυχεροί, σκέφτηκε.
Τότε, λυπήθηκε το μεγάλο ψάρι που δεν είχε τίποτα να φάει μα η απόφασή του να το σκοτωσει δεν κλονίστηκε στιγμή από τη λύπησή του για αυτό. Πόσους ανθρώπους θα ταΐσει, σκέφτηκε. Όμως αξίζουν να το φάνε; Όχι βέβαια. Κανείς δεν είναι άξιος να το φάει, έτσι όπως φέρεται, και έτσι περήφανο που είναι.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα, σκέφτηκε. Όμως πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθήσουμε να τα βάλουμε με τον ήλιο, το φεγγάρι ή τ’ αστέρια. Φτάνει που ζούμε από τη θάλασσα και σκοτώνουμε τα αληθινά μας αδέλφια.