Ένας γέρος
Μονάχος έστεκε
σκεφτόταν κάθε που έπεφτε η νύχτα
πόσα λίγα έζησε
πόσα λίγα χάρηκε
πόσες πίκρες γεύθηκε.
Γυμνό το σώμα του
μήτε την γύμνια της ψυχής του
να κρύψει δεν μπορεί.
Ο αγέρας βίαιος
κι αυτός θωρεί ακίνητος.
Μήτε παιδιά, μήτε σκύλους
μήτε αγάπη είχε συντροφιά
οι σχισμένες του παντόφλες
είχαν απομείνει
με τούτες περπατούσε στο χρόνο
αυτόνα που τον δέρνει χωρίς έλεος
του ταράζει κι ετούτο το καλοκαίρι
το δαγκώνει αλύπητα
του βάζει φωτιά και το καίει
σκεφτόταν κάθε που έπεφτε η νύχτα
πόσα πόθησε
πόσα λάτρεψε
πόσα έχασε
και τα χαμένα πίσω δεν γυρνούν
ξέρουν μόνο να χάνονται
δεν γνωρίζουν την επιστροφή
Ένα κερί είχε συντροφιά
χώρια από τις σχισμένες του παντόφλες
που σιγοέλιωνε
και μαζί του έκαιγε τις μνήμες
τα διαμαντικά του νου του
τους θησαυρούς της καρδιάς του
που ο χρόνος ο αγέρωχος
ερχόταν να τους κλέψει.
Κάθε αυγή σιδέρωνε
την τσαλακωμένη του μορφή
που λουρίδες γινότανε
σα να τον έσχιζε ο πόνος
σα να ‘φτιαχνε δρόμους
πάνω στο πρόσωπό του
να περάσουνε οι πίκρες
που τις οδηγούσε του πόνου τ’ αγρίμι
που ροκάνιζε σιγανά τις σάρκες του
και τις τσαλάκωνε σαν εφημερίδα.
Ο γέρος που ο πλούτος του
είχε πια πεθάνει
είχε πια σβήσει απ’ το μνημονικό του
έσβησε ένα χάραμα
μαζί και το κερί του.
Μοναχά οι σχισμένες του παντόφλες
έστεκαν ταπεινωμένες
μέσα στην βοερή καταφρόνια
Κυριακή Δερέμπεη
Ποιητική συλλογή “Όταν η καρδιά συναντά το νου” (υπό έκδοση)