Αέρας από το παράθυρο
Κουρτίνα που σαλεύει
Μπρος στα μάτια μου
Άψυχο κομμάτι ύφασμα
Περιδινείται όλο χάρη
Προσποιείται πως είναι ζωντανό
Με ξυπνά από τη νάρκωση
Πώς ξεπέσαμε εδώ χάμω;
Ξέχειλες οι εκκλησίες
Εμείς μια μύγα γαντζωμένη
Στον αγιογραφημένο τρούλο
Για να πεταρίσουν ένα τρίμμα
Τα θεϊκά βλέφαρα
Τα περιστέρια ανοίγουν φτερά
Μα εμείς σφηνωμένοι στα έγκατα
Αυτού του φόνου
Αν η τύχη χαμογελάσει
Ίσως με δύο πούπουλα
Ξεγελάσουμε την πείνα μας.
Οι γελασμένοι εμείς,
Οι αυταπατώμενοι,
Οι δραγουμάνοι του
καλπάζοντος θηρίου.
Σκίσαμε από χρόνια
Όλες τις λευκές σελίδες
Ποιος έχει άντερα
Να διαβάσει την συνέχεια;
Ώρα να την ζήσουμε
Αν προλαβαίνουμε
Αν επιτρέπεται
Αν έχουμε ένα πούπουλο
Στη χούφτα μας για ασφάλεια
Κι ένα τυχερό κέρμα
Σε κάποια τρύπια τσέπη για ευχή
Όχι σε συντριβάνια,
Τα έχουν πια αφυδατώσει,
Μα σε γούρνα βρόχινη
Ας υψώσουμε τα τσίγκινα μας ποτήρια
Ας πιούμε σε κάτι
Σε οτιδήποτε
Απαράλλαχτοι μικροαστούληδες
Ζωγραφίζουμε ψεύτικους ήλιους
Δακρύζουμε λέξεις
Εμείς οι δραγουμάνοι
Της απάνθρωπης σιωπής
Και πανανθρώπινου σκότους.

Παρασκευή Παπία