Θυμάμαι που είχα γείρει στον ώμο σου τις προάλλες. Ανέπνεες βαριά και ράθυμα, Τάκη μου, και με παρακολουθούσες με την άκρη του ματιού σου όσο έκαιγε στα χείλη μου ένα τσιγάρο.

Πριν πέσει σαν οβίδα ανάμεσά μας η σιωπή, σε είχα ρωτήσει αν ήσουν από τους άντρες που δεν ξέρουν πώς να πουν αντίο και την ίδια στιγμή είχα αναρωτηθεί αν ήμουν μία από τις γυναίκες που δεν ξέρουν πότε να το πουν.

Ο ήλιος μας έκαιγε τις πλάτες εκεί στα σκαλιά της Νομαρχίας, αλλά ήμουν ακούνητη. Μύριζα άπληστα το άρωμά σου, αφουγκραζόμουν και μετρούσα τους παλμούς της καρδιάς σου. Να τρυπώσω μέσα της και να μην ξαναβγώ, ήθελα. Πάσχιζα, καλέ μου, να καταλάβω αν είχες να σταλάξεις μια – δυο σταγόνες ευτυχίας ακόμα μες στη δική μου.

Χωρίς να ρωτήσω το παραμικρό, έστρεψες το βλέμμα σου πάνω μου. Τα χείλη μας ήταν σε απόσταση αναπνοής. Η επιθυμία και η απραξία σου σε έκαναν τρομακτικά θλιμμένο, και το να γυρεύω ένα φιλί σου εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε με καθαρή αυτοκτονία.

Κι όμως, δεν ήθελα να πεθάνω. Ούτε κι εσύ στο βάθος. Ήθελα απλώς να εξαφανιστούμε. Να φύγουμε μαζί για έναν άγνωστο κόσμο.

Μαρία Πολυδούρη