Εσείς που ζήσατε ταπεινά,
μα εγώ
παίζοντας γροθιές με την ανωνυμία
και τους νεκροθάφτες
σας άρπαξα
και σας έθαψα,εδώ, μέσα στα κόκκαλά μου,
για να μπορώ να ταξιδεύω τώρα στο διάστημα
πικρός και σιωπηλός
κι ολόδροσος
σαν ένα χωριάτικο κοιμητήρι που διασχίζει το χρόνο.

Ω, διαλεκτική, σαν τους παλιούς θαυματοποιούς,
που αλλάζαν ένα πλήθος φτωχών θεατών
σ’έναν λαό από γέλια παντοδύναμα,
αστρονομία, που σαν την τρυφερή μητέρα, ακουμπάς
κάτω απ’το Χάος
ένα ήρεμο παιδικό προσκέφαλο,
ηλεκτρονική φυσική, βασανιστική ερωμένη μου,
αυτοί οι πολύπλοκοι δοκιμαστικοί σωλήνες είναι πιο
πολύτιμοι για τη ζωή
κι απ’τα ίδια τ’άντερά μας,
οι εξισώσεις
σα μεγάλες τριήρεις οδηγούν σε άσφαλτο δρόμο πια
τον κουρασμένο Οδυσσέα – πιο εκεί, ακόμα πιο εκεί
πάντα πιο εκεί
κι ω, εσύ ερχόμενη Αγνότητα, πιο μεγάλη απ’όλο το Σύμπαν.

Αηδίες – ο χρόνος έγινε για να κυλάει
οι έρωτες για να τελειώνουν
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο
με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,

μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει
ό,τι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μυρηκαστικό τ’αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε,
αυτά μας ανήκουν –
α, εσείς, χημικές ενώσεις του μυαλού μου
έσω εκκρίσεις μου
ανεμόσκαλα των νεύρων μου
θα σε τραντάξω, σαν ένα δουλικό που μ’όλο το μίσος του
χτυπάει έν’ακριβό χαλί,
μέχρι που να μου ρίξετε μια καινούργια λέξη,
μόλις κομμένη από τους αμπελώνες
της αυριανής μας τρυφερότητας. Μελλοντικό κάρβουνο,
που θα καίγεσαι
από έρωτα, και ποίημα εσύ αυριανό, όχι με λέξεις,
μα με ανυπόκριτα κι αμάραντα ερωτικά κρεβάτια
και φεγγερά μεγαλόφωνα μάτια
μουγκών

Τάσος Λειβαδίτης