Ντίνος Χριστιανόπουλος Η Θάλασσα 

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –

μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,

γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,

ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια

Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.

Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα

Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.

Κώστας Βάρναλης Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα (απόσπασμα)

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα,

να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά

στρωτή και καταγάλανη

και μέσα να πλουταίνω απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,

όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά

γελώντας ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,

οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα

σαν μεταξένιοι αχνοί και με τους γλάρους συνοδιά

κάποτ’ ένα καράβι ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί. […]

Έτσι να στέκω, θάλασσα,

παντοτεινέ έρωτά μου

με μάτια να σε χαίρομαι θολά

και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,

πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Κ. Π. Καβάφης Φωνή απ’ την Θάλασσα (απόσπασμα)

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —

φωνή που μπαίνει μες στην καρδιά μας

και την συγκινεί και την ευφραίνει.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,

τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,

ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.

Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,

όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη

σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.

Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα

η μελωδία της.

Τα περασμένα νειάτα θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.

Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,

αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε

μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,

τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,

ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.

Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,

σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,

τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός,

γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει το φως σαν κηπουρός,

χαρά σε παίρνει και σε μεθά,

και σε υψώνει την καρδιά.

Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη

της θάλασσας ο πόθος•

θα σε ’πη μια λέξι το κύμα απ’ τον έρωτά του,

και θα βρέξη με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.

Οδυσσέας Ελύτης Μικρή Πράσινη Θάλασσα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ

Πού θά ‘θελα νά σέ υἱοθετήσω

Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία

Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ

Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταμεσήμερο

Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν’ ἀκούσεις

Πῶς ἡ μοίρα ξεγίνεται καί πῶς

Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται

Ἀκόμα οἱ μακρινοί μας συγγενεῖς

Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλματα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ

Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί τήν κορδέλα

Νά μπεῖς ἀπ’ τό παράθυρο στή Σμύρνη

Νά μοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές στήν ὀροφή

Ἀπό τά Κυριελέησον καί τά Δόξα Σοι

Καί μέ λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε

Κύμα το κύμα νά γυρίσεις πίσω

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ

Γιά νά σέ κοιμηθῶ παράνομα

Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου

Κομμάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν

Κομμάτια πέτρες τ’ ἀποσπάσματα τοῦ Ἡράκλειτου

Το Εγκώμιο της Θαλάσσης K. Καρυωτάκης

Ι

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.

Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Αστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.

Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.

Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.

Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα — ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος — ένα τεράστιο μάυρο παραπέτασμα.

ΙΙ

Ἔζησε κανεὶς θλιβερὰ πράγματα. (Σπίτια μαῦρα, κλειστά. Ἀναιμικά, ἐξόριστα δέντρα τοῦ δρόμου. Ἡ «μαντάμα» μετράει ἀπογοητευμένη τὶς μάρκες της. Στὴν πλατεία οἱ λοῦστροι, κουρασμένοι νὰ κάθονται, σηκώνονται καὶ παίζουν μεταξύ τους. Ὁ νέος νομάρχης, μὲ μονόκλ, ἐπροσφώνησε τοὺς ὑπαλλήλους. Δίπλα ἐξύπνησαν γιὰ νὰ πάρουν τὸ τρένο. Ποτὰ ἀνδρῶν 10 δρ., ποτὰ γυναικῶν 32,50 δρ.) Στὸν ἄνεμο ἀνοίγει ἕνα παράθυρο, κ᾿ ἔρχεται μπροστά μας. Ὅλα ξεχνιοῦνται. Εἶναι ἐκεῖ, ἄσπιλη, ἀπέραντη, αἰώνια. Μὲ τὸ πλατύ της γέλιο σκεπάζει τὴν ἀσχήμια της. Μὲ τὴ βαθύτητά της μυκτηρίζει. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμπόρου πεθαμένη καὶ περπατεῖ. Ἡ ψυχὴ τῆς κοσμικῆς κυρίας φορεῖ τὰ πατίνια της. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λούζεται στὴν ἁγνότητα τῆς θαλάσσης. Βρίσκει ἡ νοσταλγία μας διέξοδο καὶ ὁ πόνος μας τὴν ἔκφρασή του.

 

 

Νίκος Καρούζος Θάλασσα: η αρχαιότητα της γεωγραφίας

Μια μεγάλη θάλασσα στο τετράγωνο είναι μάλλον ένα πέλαγος

μια μεγάλη θάλασσα στον κύβο είναι ο βαθυστέναχτος ωκεανός…

Ο μετάλλινος λυρισμός του γηραλέου αιώνα μας

του μυτερού καιρού μας

του ουρανοξύστη που νυχτερεύει σε ακατέργαστο έρωτα

διδάσκοντας ερημία στην έναστρη γλαφυρότητα της καμπύλης κι ανεχόρταγα φιλιέται

στα νυχτιάτικα κοιμητήρια με τη ψηλόφλογη κι απαρομοίαστη άλγεβρα

τη στιλπνότατη αραπίνα του Μεσαίωνα –

ο μετάλλινος λυρισμός που διαφεντεύει τα πλήθη

και συνταράζει το γαλαζοπράσινο ροχάλισμα των κυμάτων

εκείνος όπου ποτέ δεν την έμαθε την αθάμπωτη φωταψία της ακατάκριτης τίγρης

κάνει χιλιάδες την οργή κι αμέτρητη τη θλίψη

βρωμίζοντας τη μεγάλη μας αρχαιότητα: τη θάλασσα

τη λάμπουσα μητέρα της βιολογίας.

Τι σύνολα συνωστίζονται στα ευλύγιστα του Νηρέα

τα βάραθρα τι σύνολα διαπρέπουν έρημα κι αλάλητα στη μονοκόμματη σιγή

στ’ αξήλωτα τα βάθια…

Βλέπεις τον εύοσμο ρυθμό φιλότητας και έριδας

τον άρρητο ρυθμό που δεν αλλάζει μα όμως ούτε που μεινέσκει

μια κατάφορτη στιγμή στα βρόχια της ασάλευτης ταυτότητας

έστω κι ένα κοιμισμένο δευτερόλεπτο στην ίδια λάμψη την αλαφρογέννητη

στου γερο-φόβου το χιλιοσκότεινο κάτεργο μη στέργοντας το ίδιο στασίδι – μακρόσυρτο κι άναυδο μυστήριο

που ρέπει μ’ άφαντους χορούς απ’ αναρίθμητα τραγουδιστά

κι αμάντευτα ηλεκτρόνια στη μανιώδη κίνηση

τη σκλάβα του νερού με τόσα χρώματα.

thal

Βλέπεις τη φύση και τη λες Αγνούλα μες στη θάλασσα

την ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη

τα ερεβώδη γεγονότα δίχως του προπάτορα πόνου

την αλλόφρονη κραυγή

το άπειρο κοντινότερο στην οικουμένη.

Βλέπεις τη μάνα τρικυμία σαν αρχόντισσα

να συναδράχνει τα δρακόντεια παιδιά της τα γαλανόστηθα κύματα στον πόλεμο τον αναμάρτητο με τ’ άστρα.

Βλέπεις την άσπιλη κι ατρέμιστη σιγή

σε γάμο στυγερό με τα ουρλιάσματα κραδαίνεις ύψη γοερά,

την άσωτη χαρά την καταιγιδα να τους κερνά τους κεραυνούς

ωσάν ξεστήθωτες νεράιδες κι όπως ο μέγας υετός

απ’ του νερού το βάρβαρο φτεράκισμα, το λάγνο βροντοκόπι,

ξεθυμαίνει ηδονικά ραγίσματα στα λιπόσαρκα σύγνεφα

τα ξεθεωμένα χαρίζουν ένα λιγοστό γαλάζιο βλαστερής ουρανοφάνειας

προβάλλει σώος ο μουγγός ο ήλιος ο μαχαιροβγάλτης

και τη μαυρίλα γύρωθε την κρεουργεί

και την πεθαίνει γιατί είναι αυτός που και τη νύχτα τη γενέτειρα την έχει στη δική του τυραννίδα

την έχει και του τραγουδά στο βάραθρο με μια μεγάλη φεγγαρόχαρη κιθάρα.

Στομώνει ο ύπνος τη ζωή και την υψώνει ως το θάνατο

τη στεφανώνει μ’ ένα έρημο στραφτάλισμα του Άδη

κι αν είναι δόξασμα θωριάς η πικροθάλασσα

κι αν είν’ το πιο ζωγραφιστό και θείο χασομέρι

καθώς απλώνει τον αφρόπλαστο χιτώνα της

το τίποτα στα σεμνόχρωμα βράχια τα ορυχτόζωα

κι αλλάζοντας αμέσως αθωότητα πισωδρομίζει

στα δικά της τρυφερά σκοτάδια σημάδι της αλήθειας τούτης

ας υπάρχει του ποιήματος ο ήχος.

Γιώργος Σαραντάρης Άλλοτε η θάλασσα 

Ἄλλοτε ἡ θάλασσά μας εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνά μας ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεὸς

 

tha1

Κωστής Παλαμάς Μία πίκρα

Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ’ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτω μου χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι,

στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστένασμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είν’ η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δε γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και νά! μέσ’ στον ύπνο μου την έφερε τ’ όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Κ’ εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι;

Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβυστη και μέσ’ στον παράδεισο
των πρώτω μας χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι.

 

ΠηγήDOCtv 

Επιμέλεια : Χριστίνα Γιαβάσογλου