Ο γλάρος του Τσέχωφ και το τραγούδι της λίμνης
1987 .Το Εθνικό θέατρο αποφασίζει να ανεβάσει στο σανίδι ξανά ,μετά από περίπου μία δεκαετία (1976) , τον “Γλάρο” του Άντων Τσέχωφ , σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν.
Τις νότες αναλαμβάνει ,όπως γνωρίζει καλά , η Ελένη Καραΐνδρου . Το αποτέλεσμα μαγεύει ακόμα και τους αυστηρότερους κριτικούς , μιας και αγκαλιάζει τις θεατρικές πράξεις αρμονικά , επιτείνοντας τον δραματικό τόνο που είχε δώσει ο Ντασσέν .
Όσο για τους κριτικούς , η παράσταση θα τους διχάσει . Το Εθνικό θα δεχτεί πόλεμο κατηγοριών πως ευνοεί τον Ντασσέν , καθώς ήταν σύζυγος της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη . Εκείνος θα απαντήσει με πραότητα , κάνοντας λόγο για καλή και κακή άσκηση της “τέχνης” του κριτικού, επιμένοντας ότι μια κακή (ή και εμπαθής ) κριτική δεν τον αποτρέπει απ’το να συνεχίσει απερίσπαστος τη δουλειά του. Η Μερκούρη θα τοποθετηθεί λέγοντας με τη συνήθη αρχοντιά : “Εγώ ήμουν που φωτίστηκα απ’τον Ντασσέν , όχι ο Ντασσέν από μένα” .
Όπως και να’χει με κριτικούς και κριτικές ,από αυτή τη σύμπραξη , προβάλλει ένα τραγούδι-διαμάντι σε στίχους της αγαπημένης Αρλέτας ,με την εσωτερικότητα ,αλλά και την έξυπνη λεξιπλασία . Το “τραγούδι της λίμνης” , όπως τιτλοφορείται , περιέχεται και στο άλμπουμ : “Μουσική και τραγούδια για το Θέατρο” της Καραΐνδρου (2015) .
Στίχοι :
Μες στο νερό ψάρι χρυσό γλιστράς
κι εγώ ψαράς με δίχτυ αδειανό
Θάλασσα εσύ κι εγώ ο ναυαγός σου
Στην αγκαλιά σου πεθαίνω και ζω
Είσαι νοτιάς κι εγώ πουλί χαμένο
Εκεί που θέλεις με πηγαίνεις, με πετάς
Είσαι βοριάς, παγώνεις τα φτερά μου
Κι ύστερα μ’ ένα φιλί ψηλά με πας
Κρατάς εσύ τιμόνι και πανιά
Κι εγώ παιδί χαμένο μοναχό
Μάγισσα εσύ κι εγώ ακόλουθός σου
Χωρίς εσένα δεν ξέρω να ζω
Είσαι νοτιάς κι εγώ πουλί χαμένο
Εκεί που θέλεις με πηγαίνεις, με πετάς
Είσαι βοριάς, παγώνεις τα φτερά μου
Κι ύστερα μ’ ένα φιλί ψηλά με πας.
Ο Τσέχωφ θα χαρακτηρίσει το έργο του : «κωμωδία σε τέσσερεις πράξεις» , αφού πράγματι με μαεστρία πλέκει το δράμα με το γέλιο , άλλοτε με το γελοίο , με το παράδοξο που φέρνει τους ήρωες σε αμηχανία .
Πλοκή :
H Αρκάντινα είναι μια καταξιωμένη και δημοφιλής ηθοποιός του κατεστημένου θεάτρου, συνδέεται με τον Τριγκόριν, έναν επιτυχημένο συγγραφέα. Ο Τρέπλιεφ, ο γιος της Αρκάντινα, αναζητά, κάτω από την “σκιά” της μητέρας του, νέους τρόπους έκφρασης στην ποίηση και στο θέατρο. Παρουσιάζει το πρώτο του θεατρικό έργο στους ανθρώπους που βρίσκονται σαν επισκέπτες στο κτήμα του Σόριν, αδερφού της Αρκάντινα, με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του, τη Νίνα ( κόρη πλούσιου κτηματία ) . Η παράσταση όμως θα τελειώσει άδοξα.
Η Νίνα θέλει να γίνει ηθοποιός και αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι και να ακολουθήσει τον Τριγκόριν.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Τρέπλιεφ εξακολουθεί να ζει στο κτήμα του Σόριν και να παρακολουθεί από μακριά την προσωπική ζωή και την καριέρα της Νίνας. Η επιδείνωση της υγείας του Σόριν θα φέρει πάλι στο κτήμα την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν. Στο ίδιο μέρος, θα επιστρέψει “τσακισμένη”, σαν τον νεκρό γλάρο [1] που κάποτε είχε αποθέσει στα πόδια της ο Τρέπλιεφ, και η Νίνα. Η συνάντηση της με τον Τρέπλιεφ θα συμβάλει στο να δώσει τέρμα στη ζωή του.
Μια γεύση απ’το αριστούργημα του Τσέχωφ , στο οποίο εξηγείται και ο φαινομενικά “αταίριαστος” τίτλος .
[1] Ο μονόλογος της Νίνας…