Μια από τις βασικότερες αιτιάσεις κατά της “γενιάς” – ως ταξινομικής μεθόδου – στην ποίηση, είναι η περίοδος ουσιαστικής λογοτεχνικής παραγωγής ενός καλλιτέχνη, που συχνά δεν ακολουθεί τη βιολογική του ηλικία ή την πρώτη του εμφάνιση. Για αυτό κάναμε και λόγο για “ποιητές της αγανάκτησης” (κι όχι για “γενιά”) όπου εντάσσονται δημιουργοί που ποιούν μετά το 2004 ανεξάρτητα από τη φυσική τους ηλικία ή την πρώτη τους εμφάνιση.

Σε αυτή την κατηγορία θα εντάξουμε και τον Χάρη Μελιτά, ο οποίος αν και εμφανίστηκε στην ποίηση το 1995, για πάνω από μία δεκαετία απουσίαζε, για να επιστρέψει πιο ώριμος και πιο δυναμικός το 2008 με 10 συλλογές μέχρι σήμερα (και μία συλλογή διηγημάτων). Μάλιστα το 2015 εμφανίζεται με δύο ποιητικές συλλογές: την «ελεύθερη πτώση» (Μανδραγόρας) και το «κυνηγώντας το δολοφόνο μου» (Μανδραγόρας).

δολ.jpg

Η «ελεύθερη πτώση» ανήκει στην ποίηση της κρίσης· εξωστρεφής και κοινωνική με πολιτικές προεκτάσεις. Ένα δηκτικό αίσθημα οργής διαποτίζει τη συλλογή για κοινωνία (ταραντούλα) και το κράτος (ακράτεια) και τον φιλήσυχο πολίτη που υποτάσσεται (στα ψιλά).

Πρόκειται για ποίηση ανοιχτού χώρου που κινείται από τα πορνεία και την Ομόνοια έως το μετρό, τον ΟΑΕΔ και την Τράπεζα της Ελλάδος. Η βραχύλεκτη διατύπωση μαζί με την προσεκτική χρήση της στίξης -με “σπάσιμο” στίχων με τελείες και χρήση κομμάτων- εντείνουν το αίσθημα της αποφοράς που σκεπάζει τα κοινωνικά ερείπια (δόγμα του σοκ, κραυγή)...

Γλωσσικά λογοπαίγνια και παρηχητικές επαναλήψεις (ο σταυροφόρος), επανάληψη του ρήματος “πέφτω” (ελεύθερη πτώση), αριθμητική επανάληψη – με προσθήκες μηδενικών- (μέγιστος κοινός διαιρέτης) αποτυπώνουν ποιητικά την κοινωνική κι οικονομική κρίση.

Εκφράζει την πικρή ειρωνεία για την προπαγανδιστική ή ατυχή οικειοποίηση της τέχνης (στο εν μεγάλη γερμανική αποικία 2014 μ.Χ πραγματεύεται τη βάρβαρη απόσπαση καβαφικού στίχου, από γνωστό ίδρυμα, που  ξεκομμένος απέκτησε πολιτικό περιεχόμενο -με λογική προπαγάνδας∙ μία ειρωνεία που τελικά θυμίζει τη νεωτερική αξιοποίηση της τέχνης στη μαζοποίηση). Οργή για την υποκρισία της σύγχρονης κοινωνίας (στην ταραντούλα πραγματεύεται την στάση θεσμών και πολιτών για τις πόρνες, παραπέμποντας με κρυπτικό τρόπο στο διασυρμό των οροθετικών ιερόδουλων∙ οι “ρωγμές” στους στίχους που γεννούν οι ενδιάμεσες τελείες, εντείνουν το αίσθημα αηδίας κι οργής για τους επίσημους θεσμούς και την υποκρισίας τους).

Στην ποίηση του Μελιτά οι εικόνες είναι αυθόρμητες νοητικές παραστάσεις του αναγνώστη. Ο ποιητής δεν προσβλέπει σε κάποια εικονοπλασία που θα εντυπωσιάσει τον αναγνώστη· τούτη πηγάζει συνειρμικά από τις αφηγήσεις και το μήνυμα. Και τότε είναι θολές, σαν το αναγκαίο κινηματογραφικό φόντο της ποιητικής αποτύπωσης της κρίσης. Προσπερνά την εικόνα της εξαθλίωσης, την εύκολη αφήγηση, κι επιμένει στην ουσία της ελεύθερης κοινωνικής πτώσης, όπως εκείνος συναισθηματικά και λογικά την εισπράττει. Άλλωστε, υπάρχει ο φόβος μήπως η ελπίδα πεθαίνοντας τελευταία, μας εξολοθρεύσει όλους πρωτύτερα (αλλαγή πλεύσης).

 

κρύβω επιτυχώς δύο άσσους στο μανίκι.
έναν μπαστούνι
μη χαλάσει το ασανσέρ
κι έναν σπαθί
μη χρειαστεί στο χαρακίρι.

Αντιθέτως, η συλλογή «κυνηγώντας το δολοφόνο μου» είναι κατά βάση “κλειστού χώρου”. Εκφράζει υπαρξιακές αγωνίες για το χρόνο, το θάνατο, την επιστροφή της μνήμης. Η μνήμη και ο χαμός αποτελούν τα κεντρικά θέματα που υποβαστάζουν τη θεματική κορωνίδα του χρόνου (που περνά ή πέρασε).

Παρά το απαισιόδοξο της υπαρξιακής θεματικής του, το κυρίαρχο συναίσθημα παραμένει ισορροπημένο. Η θλίψη που εκρέει από τις συνθέσεις είναι μετρημένο και δεν αγγίζει τη μελαγχολία. Θα λέγαμε -ίσως και αυθαίρετα- πως είναι το συναίσθημα του τέλους σε έναν ικανοποιημένο από τη ζωή του άνθρωπο, που παρά την αγωνία για το αντάμωμα με το χρόνο, διατηρεί μια μακαριότητα. Και τούτο, σε μια εποχή που η ποίηση είναι σκοτεινή, λόγων των σκοτεινών καιρών, και στην οποία κυριαρχεί η απογοήτευση, κάνει τη συλλογή να ξεχωρίζει.

Ο ατομοκεντρικός χαρακτήρας της συλλογής (σε πλήρη αντίθεση προς την «ελεύθερη πτώση»), ενισχυόμενος από το εξομολογητικό ύφος και υποστηριζόμενος από το -μόνιμο- α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο, συντελεί στην ανάδειξη μίας ποιητικής “κλειστού χώρου”. Η εικονοπλασία του είναι κι αυτή κλειστή. Ωστόσο, λίγες φορές “βγαίνει έξω” (απογευματινός περίπατος, χωρίς βαλίτσες, alter ego). Ενίοτε διατηρεί και μία περιπαιχτική διάθεση (astor, Λοξίας).

Το ποιητικό περιβάλλον του Μελιτά πάντα είναι αστικό. Το σκοτάδι και η νύχτα κυριαρχούν (αν και δεν απουσιάζουν “φωτεινά” ποιήματα). Ο καθρέφτης επανέρχεται κάθε τόσο. Μοιάζει σα να θέλει ο ποιητής να ξορκίσει το αντανακλώμενο είδωλο που τον αφήνει άναυδο. Αισθάνεται φυλακισμένος σε μία φυλακή/κελί. Ακόμα και το κόκκινο μολύβι/στυλό (με το οποίο γράφει ποιήματα) επανέρχεται τακτικά, συμβολίζοντας τον πόνο και την αγωνία του δημιουργού.

Μέσα στο υπαρξιακό κλίμα αγωνίας όμως δεν εκλείπουν οι γλωσσικοί πειραματισμοί. Οι δεκάδες επαναληπτικές παρηχήσεις του -λ- (Λοξίας) εκφράζουν την παιγνιώδη διάθεση του ποιητή. Παράλληλα, ο στιχουργικός πειραματισμός με ομοιοκαταληξία (Astorαόρατος εχθρός) ή με αντικριστές στροφές (τρίπτυχο) καταδεικνύουν την εκφραστική ανησυχία του δημιουργού. Άλλοτε, οι στίχοι θρυμματίζονται από τελείες σε υποστίχους ή ημιστίχια που ανεβάζουν την ένταση του πόνου (κάγκελα, ταραντούλα).

Οι τίτλοι διατηρούν έναν λειτουργικό ρόλο που υποστηρίζει το συναίσθημα. Συχνά σε πρώτη ανάγνωση ο τίτλος μοιάζει άσχετος με το περιεχόμενο· ωστόσο, τελικά αναδεικνύεται πως εμπλουτίζει το μήνυμα με νέο συναισθηματικό περιεχόμενο.

Ο Χάρης Μελιτάς ακολουθεί από το 2008 το μονοπάτι της ποίησης, ακροβατώντας μεταξύ της κοινωνικής και της υπαρξιακής ποίησης. Πειραματίζεται με το στίχο δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο -τραγικό- λυρισμό και διαθέτοντας μία διάθεση σαρκασμού. Προσπαθεί να ξορκίσει τον πόνο της κρίσης και τον αδυσώπητο χρόνο. Ως μέλος της κοινωνίας αδυνατεί να σιωπήσει και προχωρά στο δικό του ποιητικό μονόλογο, σε μια εποχή που όλα μοιάζουν να καταρρέουν.

 

Πηγή: tvxs