– «Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου 
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.»
(Μανόλης Αναγνωστάκης)

 

-«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει…» (Δημοτικό)

 

-«… Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; – Ματώνει, δε σκοτώνει…» (Ν. Καββαδίας)

 

Άννα Αχμάτοβα, «Ο χωρισμός»

Σάμπως ο χωρισμός να μας τρομάζει:
πάνω μου εσύ ακουμπάς και πλάι σου εγώ απομένω
κι ας έχει αρχίσει πια να σκοτεινιάζει, –
κ’ είσαι εσύ σκεφτικός κ’ εγώ σωπαίνω.

Μπαίνουμε σ’ εκκλησία κ’ εκεί θωρούμε
ένα ξόδι, μια βάφτιση, ένα γάμο,
και φεύγουμε, γιατί δε θέλουμε να δούμε:
για μάς το ίδιο δε γίνεται… Τι άλλο να κάμω

παρά ν’ ακούω που άτονα αναστενάζεις,
στο κοιμητήρι, πλάι σου καθισμένη,
ενώ στο χιόνι τα παλάτια σχεδιάζεις
όπου θα ζούμε μαζί και χωρισμένοι.

 

(Μετάφραση: Άρης Δικταίος)

 

 

Αντίο – Τάσος Λειβαδίτης 

 

Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να
περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρί-
τες απ΄τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώ-
νες
τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώ-
θηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε
έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δεν θα γραφτούν ποτέ….

 

Αποχαιρετισμός- Από τη συλλογή Ξένες χώρες (1991)- Τόλης Νικηφόρου

 

Σου χαρίζω μια πήλινη στάμνα
με νερό δροσερό για τον δρόμο
την εξαίσια θύμηση
όσων πια δεν υπάρχουν

σου χαρίζω μιαν απέραντη γη
στον ορίζοντα κι ίσως πιο πέρα
την εξαίσια λάμψη εκείνων
που ποτέ δεν υπήρξαν

τη ζωή μου χαλί σου απλώνω
κι εκεί πάνω μια μια σου χαρίζω
τις λέξεις όλες
που έγραψα ή πρόφερα ποτέ

λίγο κόκκινο τώρα
κάτι γαλάζιο
από μένα έχει μείνει
ό,τι κάνει να φέγγει απαλά
με το χάραμα το μέτωπό σου.

 

Γιώργος Χουλιάρας, Από τη συλλογή Γράμμα (1995)

 

Λυπάσαι που δεν προλάβαμε καθόλου
να συναντηθούμε πριν μου γράψεις
αποχαιρετώντας κάθε ελπίδα γνωριμίας
Λυπάμαι έναν τόσο σύντομο χωρισμό
που αποκλείεται κανείς να θυμάται
Λυπάσαι που δύο γράμματα ταυτόχρονα
διέσχισαν την απόσταση που μας χωρίζει
διπλασιάζοντας την απομάκρυνσή μας
Λυπάμαι που αν ήμασταν μαζί
δεν θα υπήρχε ούτε ένα γράμμα.

 

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Ο χωρισμός»

 

Και τώρα έρχεται η ατέλειωτη νύχτα

Το καλοκαίρι ξέφτισε τα πούπουλά του στις γωνιές του δρόμου
και στις ακρογιαλιές γυρίζεις ακόμα μισόγυμνος εσύ
πάνω στ’ αχνάρια των πουλιών που έφυγαν
σφίγγω τα χείλη μου, φιλώ ευλαβικά τα χέρια σου
αντίλαλος μες στα μαλλιά από σάπιο μήλο
το καλοκαίρι κύλησε κι εμείς χωρίζουμε

Πρίγκιπα, δε μιλάς και λέω η ώρα
αργεί ακόμα. Βάζω το χέρι στον ώμο σου
και λέω στ’ αποκαΐδια των ζεστών σπιτιών που υπήρξαμε
είσαι ακόμα ένας χτύπος αγάπης
στη μαλακή φωνή σου τρέμει η ελπίδα μου
για σένα ζω τη σκοτεινιά μιας άνοιξης που παραπαίει
λέω αυτό το σώμα είναι η καρδιά μου σωστή

Μ’ αφήνεις, Άρχοντα. Το καλοκαίρι έφυγε. Η βουή
της φθινοπωρινής θάλασσας αργά σταλάζει
το τέλος που είναι πάντα πνεύμα και δάκρυ
φωτεινός στρόβιλος, ήχος καθάριου νερού, εγκαρτέρηση
πως έτσι θα πάνε όλα ως το τέλος. Ιδωμένα
σ’ ένα καινούριο όραμα που μας μεθάει
εκβιάζει άσκοπα λόγια και μικρές κραυγές
μας κάνει αδέρφια»

(Από τη συλλογή Ωδές στον Πρίγκιπα, 1981)

 

Μυρτιώτισσα, «Χωρισμός»

«Χρυσό μου αγόρι, θέριεψεν ο πόνος
μες στη δοκιμασμένη μου καρδιά.
Για συλλογίσου! Πέρασ’ ένας χρόνος
που μ’ άφησες να πας στην ξενητειά.

Η ορφανή αγκαλιά μου σε γυρεύει
– φωλιά δίχως τη ζέστη του πουλιού –
το στόμα μου για σε κρυφοσαλεύει
κι ακούω τον κούφιο ήχο του φιλιού.

Μέρα τη μέρα σώνονται τα χάδια
που γέμιζαν για σε τα δυο μου χέρια,
κι έτσι σφιχτοδεμένα τώρα κι άδεια
μοιάζουν σα να τα λάβωσαν μαχαίρια…»

 

 

Πηγή : Λόγος Παράταιρος