“Η ζωή μας είναι σουγιάδες / Σε βρώμικά αδιέξοδα” Κατερίνα Γώγου
«…Τη θυμάμαι ως ένα πλάσμα εκρηκτικής αθωότητας, χαράς και δίψας για ζωή. Δεν νομίζω ότι την αντιπροσώπευε όλη αυτή η σκοτεινή, dark μυθολογία που τη συνόδευε διαρκώς. Ναι, είχε σκοτάδι μέσα της, αλλά καμιά φορά το σκοτάδι δεν είναι παρά η έκπτωση από το φως. Τέτοιο ήταν κι εκείνο. Δεν θα επεκταθώ, πιστεύω ότι η περιγραφή κάποιου παρελθόντος, όσο ένδοξου, στενεύει το πλαίσιο, κάνοντας τη ζωντανή εμπειρία μνήμη, κι εγώ τους ανθρώπους που αγάπησα τους κουβαλώ ζωντανούς μέσα μου».
Όλια Λαζαρίδου – ηθοποιός
Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες.
Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
πούχουν στο κατώι πύλινα δοχεία
λίγη ώρα μακρυά απ’ τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό είν’ όμορφα
με δέντρα και ποτάμια
με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει.
Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουμε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές
και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ο έρωτας είναι σπουδαίο πράγμα.
Άλλα έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα
γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και γω σου μίλησα
σούπα μονάχα «μη χάνεσαι»
και συ μου είπες «ναι μωρέ»
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και γω
έτσι όπως έχω δει να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου «μωρέ».
«Η ποίησή της υπήρξε κεραυνός εν αιθρία, καμία σχέση με τα λογοτεχνικά ήθη και το κατεστημένο της εποχής. Λόγος άμεσος, επιθετικός, οργισμένος, που τα σαλόνια έβρισκαν ευτελή και χυδαίο, αλλά ο ανήσυχος νέος κόσμος λάτρευε.
Ως χαρακτήρας είχε σίγουρα γκρίζες, σκοτεινές περιοχές, ήταν όμως ταυτόχρονα άνθρωπος φωτεινός, με πολύ χιούμορ. Υπερπροβλημένη και η σχέση της με τα ναρκωτικά – εκείνη ήταν κυρίως του αλκοόλ, τα τελευταία χρόνια μόνο είχε μπλέξει με την ηρωίνη.
Ευαισθησία, σκληρότητα, τα είχε όλα στον υπερθετικό, τη χαρακτήριζε το απρόβλεπτο. Γινόταν τη μια χαλί να την πατήσεις και την άλλη ταύρος σε υαλοπωλείο».
Γιώργος Κορδέλλας σκηνοθέτης, πρώην σύντροφός της
Σ’ όσους σπάσανε, σ’ όσους κρατάνε
Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις.
«Τη γνώρισα από κοντά στα τελευταία της, όταν ξαφνικά άρχισε να έρχεται στο βιβλιοπωλείο μου έτσι, για να κουβεντιάσουμε.
Ήδη μιλούσε για τους φίλους της που έφυγαν, ήδη φοβόταν πως μοιραία θ’ ακολουθούσε. Ήταν μια καλλιτέχνιδα της πόλης με την αναγεννησιακή έννοια, μια σημαντική αναρχική ποιήτρια που δικαιώθηκε μετά θάνατον και είναι, μάλιστα, εμπορική σε μια εποχή που η ποίηση δεν πουλά.
Η αυτοκτονία της ήταν καθαρό ροκ εν ρολ, όπως και όλη η ζωή της, που εν τέλει την πλήρωσε με την τέχνη της».
Γιώργος Χρονάς συγγραφέας-εκδότης
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ολο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
“Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.
Η ζωή μας είναι σουγιάδες
Η ζωή μας είναι σουγιάδες
Σε βρώμικά αδιέξοδα
Σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα…
Πάνω – κάτω. Πάνω – κάτω, η Πατησίων.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή
Ξευτίλα – μοναξιά – απελπισία
Κι ανάποδα
Εντάξει δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας
Και καπνίζουμε….
Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά…
Κατερίνα Γώγου, Αθήνα 1 Ιουνίου 1940 – 3 Οκτωβρίου 1993
Πηγές: lifo thepressproject narcohypnosis.wordpress
Επιμέλεια δημοσιεύματος: Κριστιάν Νίρκα