Το κορίτσι που διάβαζε ποιήματα, στεκόταν σιωπηλό κι ατάραχο απέναντί μου μ’ένα ημερολόγιο στα χέρια της. Σχεδίαζε το χάος στην τακτική παρέλαση της ζωής της. Ίσως ν’άφηνε στο περιθώριο λίγο χώρο και για όνειρα. Αναρωτιέμαι όμως αν κούρνιαζε πότε -πότε εκεί μέσα ή απλώς αν προσπερνούσε.

Επειδή το κορίτσι που διάβαζε ποιήματα, ήξερε τι θα πει έρωτας. Είχε δει το λαμπρό του πρόσωπο σ’αποσύνθεση. Στα μάτια της, χιλιάδες αστέρια κρυμμένα. Εξάλλου δεν είναι τα μόνα που φέγγουν, όταν τα δάκρυα στεγνώσουν;

Κι έπειτα, το απαλό της δέρμα άγγιξαν οι πιο όμορφες λέξεις, των πιο άσχημων ανθρώπων. Γλίστρησαν επάνω στο κορμί της. Άφησαν ίχνη καθώς και οι σταγόνες μιας φθινοπωρινής βροχής ανοίγουν δρόμους επάνω στα σκονισμένα φύλλα των δέντρων. Να σ’οδηγούν. Τα δάχτυλα σου να μάθουν επιτέλους ν’απαγγέλλουν στο κορίτσι αυτό.

Κι όταν το κορίτσι που διάβαζε ποιήματα, με κοίταξε, με ρώτησε αν ξέρω να μαντεύω τον καιρό, αν φοβάμαι κι εγώ όταν ξημερώνει. Αν στο φως μπορώ να αφαιθώ. Αν βρήκα ξόρκι απ΄το ψέμμα να λυτρώνει.

Στο κρυφό της κάστρο λίγο πριν να κοιμηθώ, το κορίτσι που διάβαζε ποιήματα, με πρόσταξε γλυκά : γράψε κάτι και για μένα.

Τότε λοιπόν κατάλαβα, πως ίσως όλα τα ποιήματα του κόσμου γράφτηκαν, απλώς και μόνο, για ένα κορίτσι να τα διαβάσει.

Κριστιάν Νίρκα