Παρασύρθηκα από το ρεύμα του ποταμού
Το σκοτάδι ενός λάκκου με κατάπιε
Με την οσμή ενός λευκού διπολικά διαταραγμένου.

Όσο πολύ κι αν γεύτηκα το σίδερο
Με όση σκουριά αργά να στάζει
Από τον ζωογόνο ορό

Αφήνω λίγους νάρκισσους
Στα ψυχοσώματα που διένυσαν
360 μοίρες με πρωτοστάτη την Άτροπο.

Με εξωθεί στο άπειρο η φυγόκεντρος
Συνεπής στην ασυνέπειά μου
Ξεχάστηκα, συνεπώς.

Σήμανε η ώρα, άκου!
Περνά ο παλιατζής.
Ξαναγυρνώ στα χρώματα.

Παρασκευή Παπία