Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Aυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Aρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

 


 

«Ο ποιητής δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην τον Θεμιστοκλέα ή τον Δημάρατον, αλλ’ ούτε και άνθρωπον πολιτικόν […] Το υπονοούμενον πρόσωπον είναι εντελώς συμβολικόν. το οποίον δέον να παραδεχθώμεν μάλλον ως ένα τεχνίτην ή και επιστήμονα […] Αξιοσημείωτος είναι ο εν παρενθέσει στίχος «η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις» [στ. 8], ο οποίος αποτελεί την βάσιν ολόκληρου του ποιήματος.» (Καβάφης)

 

Η Σατραπεία είναι ένα ψευδοϊστορικό ποίημα του Καβάφη, εμπνευσμένο από την τακτική κάποιων σημαινόντων Ελλήνων να καταφεύγουν στους βασιλιάδες της Περσίας, όταν συνειδητοποιούσαν πως οι συμπολίτες τους δεν αναγνώριζαν την αξία και την προσφορά τους. Προσωπικότητες όπως ο Θεμιστοκλής (πολιτικός και στρατηγός, νικητής στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 480 π.Χ., που εξοστρακίστηκε από τους Αθηναίους το 471 π.Χ. και κατέφυγε στον Αρταξέρξη) και ο Δημάρατος (βασιλιάς της Σπάρτης μέχρι το 491 π.Χ., κατέφυγε στην αυλή του Δαρείου Α΄, όταν έχασε την εξουσία με την κατηγορία ότι δεν ήταν γνήσιο παιδί του Αρίστωνα). Οι Πέρσες υποδέχονταν τους Έλληνες αποστάτες και τους προσέφεραν πλούσια δώρα, με αντάλλαγμα την παροχή πολύτιμων πληροφοριών και υπηρεσιών κατά των Ελλήνων.

 

Ο Καβάφης αξιοποιεί την ιστορική αυτή πραγματικότητα για να διευρύνει την επιλογή της εύκολης λύσης, του συμβιβασμού και της εγκατάλειψης των δυσεπίτευκτων ιδανικών, σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως είναι η τέχνη και η επιστήμη.

Το ποίημα αυτό είναι πολύ πιθανό να έχει γραφτεί με βάση την πολύ προσωπική εμπειρία του ποιητή, ο οποίος προκειμένου να διασφαλίσει ένα σταθερό εισόδημα, έγινε υπάλληλος του Υπουργείου Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου στο τμήμα των Αρδεύσεων. Η ανάγκη του ποιητή να αισθάνεται μια σχετική ασφάλεια ως προς τα οικονομικά του, τον οδήγησε σε μια επαγγελματική απόφαση που είχε μεγάλο κόστος στην Τέχνη του. Ό,τι ουσιαστικό είχε να προσφέρει ο Καβάφης εντοπίζεται στην ποίησή του και όχι στην εργασία του στο Υπουργείο.

«Τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα οι μικρές μου πολυτέλειες. Για να τες αποκτήσω βγήκα απ’ την φυσική μου γραμμή κ’ έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα (στες οποίες πρέπει να προστεθούν και οι ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται). Τί ζημιά, τί ζημιά, τί προδοσία.» (Καβάφης)

 

ΠΗΓΗ : Latistor blog