Την επομένη
Αστοχία του έρωτα.
Με άλλους κοιμόμαστε
Άλλοι με την σκέψη μας κοιμούνται.
Κι η μοίρα κοινή για όλους.
Ένας άντρας περίμενε μια γυναίκα
Με μια κούπα καφέ
Κάτω από την δουλειά της
Για να την δει πώς πίνει.
Εκείνη τον έβλεπε στα μάτια
Ήπιε, δεν είπε “ευχαριστώ”
Τον φίλησε στο μέτωπο
Να δει αν έχει πυρετό.
Δεν είχε.
Κοίταζε ο κόσμος…
Άρχισε να μιλάει ο άντρας.
Έλεγε λέξεις απλές, όπως
χθες-σήμερα
σκοτάδι-φως
μαύρο-άσπρο.
Η γυναίκα δεν άκουγε.
Αφιερώθηκε στον ήχο από το αίμα του
Και την μια σταγόνα ιδρώτα
Καθώς έπεφτε στο τσιμέντο.
Κοίταζε ο κόσμος…
Μετά τα λόγια άλλαξαν.
Γίναν παράξενα.
αερικό-άνθρωπος
υπόσχεση-αθέτηση
πάλι-ξανά-πάλι.
Η γυναίκα δεν άκουγε.
Επεξεργαζόταν τα δεδομένα
Που χόρευαν στο κεφάλι της.
Ο άντρας σταμάτησε.
Κοίταζε ο κόσμος…
Πήρε την κούπα
Που ζέσταινε τα παγωμένα χέρια της
Και ήπιε.
Η γυναίκα λυπήθηκε.
Όχι που τον πίκρισε ο καφές της
Μόνο επειδή ήξερε.
Μαζί δεν θα έφτιαχναν
Ποτέ φωνήεντα.
Άδειο το απόθεμα της φαρέτρας της.
Κοίταζε ο κόσμος…
Τα “ααα…” και τα “ωωω…”
Κάπου τα είχε πει
Κάποτε τα είχε ζήσει
Κανείς δεν αναζητά το “εεε;”
Όλοι αποφεύγουν τα “ηιυ!”
Ο άντρας έσκυψε.
Ίσως να δέσει τα κορδόνια του.
Ίσως να θαυμάσει τα πόδια της.
Ίσως να πέσει σε αυτά.
Κοίταζε ο κόσμος…
Η γυναίκα άνοιξε το παλτό της.
Χάιδεψε με την παλάμη της
Την τρύπα στα αριστερά του στέρνου.
Με ανόθευτη ντροπή
Στην άκρη του πεζοδρομίου
Ομολόγησε πως κάπου
Είχε ξεχάσει την καρδιά
Πως είχε ήδη πιεί καφέδες άλλους δυο
Και έκανε να φύγει.
Κοίταζε ο κόσμος…
Ο άντρας
Καθώς την έβλεπε να ξεμακραίνει
Της φώναξε χωρίς να το καλοσκεφτεί
“Σου δίνω τη δική μου, δανεική!”
Η γυναίκα δεν άκουσε.
Ή έκανε πως δεν ακούει.
Ο άντρας ζωγράφισε στον τοίχο
Με έναν μαρκαδόρο μια καρδιά
Να βρει την επομένη η γυναίκα.
Κοίταζε ο κόσμος…
Άλλους ερωτευόμαστε
Άλλοι μας ερωτεύονται
Κι η μοίρα κοινή για όλους.
Το ενδιάμεσο κάνει την διαφορά.
Παρασκευή Παπία