1.
 
Τρέμω να μη σε βλέπω κάθε μέρα
Τρέμω να σε βλέπω κάθε μέρα.
Στην αδιάβατη σύραγγα της εφηβείας σου ελλοχεύω.
 
 
2.
 
Ληστεύεις με τρόπο αθέμιτο το κορμί μου.
Αυθάδεια να διασπαθίζεις το παρελθόν μου.
 
3.
 
Είσαι σπάταλη
Είναι γιατί ζω στην ένδεια
 
 
 

fl6

 
4.
Με πλησιάζεις στις σκέψεις μου
Σιγά-σιγά μαθαίνω.
Κατάλαβες άραγε την απόσταση που βάζεις
ανάμεσά μας;
Δεν θέλω την τιμωρία στον έρωτα τη χάρη ψάχνω.
 
 
5.
 
Ο έρωτας αχιβάδα κλειστή στον κόρφο
ποιας θάλασσας
Ε λοιπόν σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει εγώ θα απαιτώ.
 
 
6.
 
Μαζί μας είναι όπως τα μωρά. Ποτέ δεν ξέρεις
θα χαμογελάσουν ή θα βάλουν τα κλάματα.
Τι χαρά!
Σταθερά παραμένουμε κατάπληκτοι.
 
fl5
7.
 
Εγώ τόσες φορές ακύρωσα τη ζωή μου.
Εσύ ούτε ένα ταξίδι
για χάρη μου
Τι μου ζητάς λοιπόν; Η καμπύλη του ώμου μου δεν
έχει παρελθόν. Στην χαρίζω. Βγάζω έναν αστερία
απ’ τον αφαλό μου. Στον χαρίζω.
Άσε με τώρα
λυσσασμένη
σκύλα
ευνουχίστρα
Κλαίς στα χέρια μου; Μα είναι δυνατόν;
 
 
8.
 
Ο έρωτας τα επιθαλάμια
και τα πικρά λεμόνια.
Φοβάμαι τη μέρα που θα ονομάζω
την αγωνία μου υστερία
τον τρόμο μου νεύρωση.
Σίγουρα η ζωή σου θα είναι καλύτερη τότε
Λιγάκι φτωχότερη
 
 
[Από τη συλλογή
«Λυρικός Επίλογος της οδού Πατησίων»,
Εκδόσεις Ηριδανός]
 

Λίγα λόγια για την Φρίντα Λιάππα :

 

fl4
 
 
Η Φρίντα Λιάππα γεννήθηκε στη Μεσσήνη, στις 10 Φεβρουαρίου 1948. Πατέρας, ο Ευάγγελος Λιάππας, έμπορος μητέρα, η Ελένη Λιάππα, το γένος Κωστοπούλου, νοικοκυρά. (Στιγμιότυπα της παιδικής ηλικίας καταγράφονται στο βιβλίο της Μυστηριώδης ασθένεια.) 
Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κινηματογραφική τέχνη στο London Film School του Λονδίνου. Ασχολήθηκε με την ποίηση (αρχικά) και με τη σκηνοθεσία. Μέλος της «δημοκρατικής νεολαίας Λαμπράκη», συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ανέπτυξε επίσης, αντιδικτατορική δράση. Ύστερα από ορισμένες μικρού μήκους ταινίες, όπως το Μετά σαράντα μέρες (1972), Μια ζωή σε Θυμάμαι να φεύγεις (1977), η οποία τιμήθηκε με το 2ο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και βραβεύθηκε από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου), Απεταξάμην (1980), παρουσίασε την πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί, που απέσπασε το 1ο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ακολούθησαν τα έργα της Ήταν ένας ήσυχος θάνατος (1986) και Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης (1992). 
 

fl

Ο Κυριάκος Αγγελάκος για την Φρίντα Λιάππα :

«Νομίζω η Φρίντα», λέει ο Κυριάκος Αγγελάκος, ένας από τους ανθρώπους της ζωής της, ο οποίος επιμελείται το αφιέρωμα της ταινιοθήκης στο έργο της και μας παραχώρησε τις σπάνιες φωτογραφίες της από το προσωπικό του αρχείο, «έχει αφήσει ένα ίχνος το οποίο καλό είναι να το παρακολουθούμε ακόμα, να βλέπουμε τις ταινίες της, να διαβάζουμε τα ποιήματά της». «Σαν δημιουργός, στις ταινίες, έβγαινε η πιο πεισματάρικη πλευρά του χαρακτήρα της. Γιατί στην ουσία η Φρίντα είχε μια εγγενή αντίθεση. Ήταν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και ευάλωτο πλάσμα, με μια τρομερή μαχητικότητα από την άλλη πλευρά και ένα τρομέρο πείσμα στα πράγματα τα οποία έκανε. Είτε έκανε ταινίες, είτε ο τρόπος που ντυνόταν, δυναμική μέσα σε ένα χώρο κυρίως ανδροκρατούμενο. Την εποχή εκείνη στην ουσία είχε επιβάλλει την παρουσία της, δεν της δόθηκε τίποτα, ήταν ένα πράγμα το οποίο το κατέκτησε και το επέβαλλε. Επέβαλλε την παρουσία της μέσα σε ένα χώρο όπου κυριαρχούσανε άντρες, αποκλειστικά άντρες. Οι δύο γυναίκες που υπήρχαν την εποχή εκείνη ήταν η Τόνια Μαρκετάκη και η Φρίντα. Νομίζω ότι είναι από τους πιο παθιασμένους ανθρώπους που έχω δει γύρω από την τέχνη».

«Η ίδια είχε μία φράση του Νίκολας Ρέι που την έλεγε συνέχεια. Έλεγε «Πείσμα και μόνο πείσμα, ένα ατέλειωτο πείσμα να μην κάνω τίποτα με το οποίο δεν είμαι ερωτευμένος μαζί του» και σε όλη της τη ζωή ακολούθησε ακριβώς αυτό. Έκανε πράγματα μόνο τα οποία ήθελε να κάνει. Αυτό το πλήρωσε πάρα πολύ βαριά. Δεν είχε ποτέ μια ζωή με οικονομική ευχέρεια, μετά την τελευταία της ταινία πούλησε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που είχε, ένα σπίτι στον Καρέα, για να ξεχρεώσει, για να μην οφείλει σε κανέναν».     “Είχε ένα δικό της τρόπο, ήταν μια ποιητική οπτική πάνω στο ρεαλισμό. Όχι όμως μέσα από μία εξιδανίκευση της ποιητικότητας και όλα αυτά. Ακόμα και αυτό που μπορούσαν οι άλλοι να το χαρακτηρίσουν σαν λαϊκό μπορούσε να το πάρει και να το αναδείξει σε ένα ποιητικό γεγονός. Το 1976, παίρνει τον τίτλο ενός λαϊκού τραγουδιού του Μητροπάνου, το «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» που για τους άλλους ήταν χαμηλού ενδιαφέροντος και πάνω σ’ αυτό χτίζει μια ταινία στην οποία βάζει όλα τα στοιχεία της προσωπικής της μυθολογίας τεταγμένα με ένα τρόπο άλλο. Βάζει τον Τσιτσάνη, βάζει το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, βάζει τον Raymond Chandler, το αμερικάνικο μυθιστόρημα, βάζει τις σχέσεις της με την Αριστερά, βάζει τη σχέση του αρσενικού με το θηλυκό, με τον άντρα να φεύγει ας πούμε και να ξαναγυρνάει μετά από μια περιπλάνηση, το αδιέξοδο του δημιουργού που κολλάει, βάζει το θέατρο μέσα απ’ τον Μιχαηλίδη και ένα ανέβασμα της Μήδειας. Και ταυτόχρονα, βάζει τον τρόπο ζωής μιας συγκεκριμένης, όχι παρέας, μια συγκεκριμένης γενιάς, σε μια συγκεκριμένη εποχή που είναι η μεταπολίτευση. Διατηρώντας βεβαίως ένα ανοικτό φινάλε. Πάντα της άρεσε να μην κλείνει τις ταινίες, τα φινάλε να είναι ανοιχτά. Ακόμα και μετά, όταν στην επόμενη ταινία η μία αδερφή αυτοκτονεί, η άλλη είναι σε ένα αεροδρόμιο. Πάντα υπάρχει κάτι που δεν κλείνει».

 

ΠΗΓΕΣLIFO Wikipedia ,Bibliotheque