Άδεια κουφάρια με διαφορετικές αναλογίες,

με κλειδωμένες ψυχές, στα σκαριά τους.

Κοντά το ένα στο άλλο,

δίπλα στο έλεος της μοναξιάς τους.

Κι αν τα γρανάζια ταιριάζουν ενίοτε μεταξύ τους

και κουμπώνουν,

τίποτα δε σημαίνει.

Μάταια εθελοτυφλούν, πως σάμπως φτιάχτηκαν για να αλληλοσυμπληρώνονται.

Και προς στιγμήν αλλάζουν τη λειτουργία τους, ώστε ο ρυθμός τους να συμπίπτει με τον ρυθμό των άλλων σωμάτων.

Και ο ρυθμός τους αλλάζει συχνά όντας πάντοτε ”προσαρμοσμένος”.

Κι όσο κι αν η ‘εγκλωβισμένη’ λαδώνει τα μέταλλα,

τίποτα δεν πετυχαίνει.

Μόνα τους μένουν σιδερένια κουφάρια, να προσπαθούν να υπακούσουν τις διαταγές της.

Και να κουλαντρίζουν την ίδια νεοπλασματική μοναξιά, στο εσωτερικό των παγωμένων μεταλλικών τοιχωμάτων τους.

 

Μαρία Μούσχουρου