Κι «εμείς σερνόμαστε συντριμμένοι…»
Όσοι τον γνώρισαν κρατούν από αυτόν τον ελαφρύ ίσκιο του, όπως ήταν και η ποίησή του. Ένα χαμηλό φως έπεφτε από τα ποιήματά του, γιατί ερχόταν από τους τόνους της νύχτας, όταν φωτίζεται από τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες της πόλης.
Λίγους μήνες προτού πεθάνει, του είχα τηλεφωνήσει και του είχα ζητήσει συνέντευξη. Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν συνήθιζε να δίνει συνεντεύξεις, αφού πίστευε ότι τα ποιήματα μιλούν για τον άνθρωπο που «κρύβεται» πίσω από τη γραφή. «Γράψτε ό,τι θέλετε για μένα», ήταν η ευγενική του απάντηση, θέλοντας να αποφύγει ακόμη έναν δημοσιογράφο με τις «αδιάκριτες» ερωτήσεις του.
«Με αδιατάρακτη συνέπεια ο Λειβαδίτης έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες. Αυτή η στάση ζωής εκφραζόταν πολιτικά ως καθημερινή πρακτική και στο έργο του, όχι απλά ως καταγραφή επιθυμιών ή οραμάτων, αλλά ως υψηλής αισθητικής ποιητική, γεμάτη συναίσθημα, με κινητήρια δύναμη το όνειρο του καλύτερου αυριανού κόσμου», περιγράφει τον άνθρωπο και ποιητή Τάσο Λειβαδίτη ο φίλος του, δημοσιογράφος, ποιητής και ανθολόγος του έργου του Γιώργος Δουατζής. Το ανθολόγιο κυκλοφόρησε το 1977, από τις εκδόσεις Κέδρος, με τον τίτλο «Τάσου Λειβαδίτη Απάνθισμα».
«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί», είχε γράψει σ’ ένα στίχο του. Δεν το έγραφε μόνο, αλλά και το εννοούσε. «Ως και υλική βοήθεια», θυμάται ο Γιώργος Δουατζής, «πρόσφερε σε ανθρώπους αδύναμους και μάλιστα σε περιόδους που ζούσε ο ίδιος μέσα στη στέρηση και των στοιχειωδών. Μια μέρα που είχε εισπράξει από τον εκδότη του συγγραφικά δικαιώματα, σε περίοδο μεγάλης ένδειας, επέστρεψε χωρίς δραχμή στο σπίτι και είπε στη γυναίκα του: “Εδωσα τα χρήματα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Εχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς”.
»Προερχόμενος πολιτικά από την Αριστερά, δεν πίστευε στην ελεημοσύνη, αλλά στο ότι ένα οργανωμένο κράτος οφείλει να καλύπτει τις ανάγκες των αναξιοπαθούντων πολιτών του. Παρά ταύτα, ενέδιδε στην προσφορά, με τη σκέψη ότι δεν μπορεί αυτός να κατέχει πράγματα που είναι απολύτως αναγκαία σε κάποιον άλλο. Το συναίσθημα υπερκάλυπτε τη λογική και εξέφραζε μια προσωπική στάση, όχι βεβαίως άμοιρη των ποιητικών του επιλογών».

Τέσσερις αείμνηστοι και πάντα παρόντες, έστω και σε νοσταλγούς τους: η Μελίνα Μερκούρη, ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος, ο Αντώνης Μπριλλάκης και ο Γιώργος Γεννηματάς, στην κηδεία του Τάσου Λειβαδίτη
Ο Τάσος Λειβαδίτης ό,τι είχε να πει, το έλεγε με τους στίχους του. Στίχους ομιλούντες σαν κι αυτούς:
* «Εμείς σερνόμαστε συντριμμένοι απ’ το μεγαλείο όλων αυτών που δεν πράξαμε».
* «Κι όταν πεθάνω και δεν θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας, τα βιβλία μου, στέρεα και απλά, θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια, ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού».
* «Οσοι δοκίμασαν να μας αναζητήσουν χάθηκαν στον δρόμο/ κι εκείνοι που τελικά μας ανακάλυψαν, βρήκαν ένα απλό όνομα γραμμένο στον τοίχο».
* «Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη σημασία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη – απ’ τη ζωή».
* «Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα/ και τότε/ όλα τα βράδια κι όλα τα άστρα κι όλα τα τραγούδια/ θάναι δικά μας».
* «Κι έπρεπε σαν έναν άλλο, πιο μεγάλο ουρανό, ν’ αντέξουμε την καθημερινή μας ιστορία».
* «…ω ποίηση εσύ ελάχιστε, θνητέ σπόρε του αιώνιου χρόνου».
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Πηγή: enet