“Γράψε την λίστα για τα ψώνια”
είπε στην γυναίκα του. Θα πήγαινε μόνος. Ας είχε πριν λίγο επιστρέψει από την νυχτερινή βάρδια, σερνόμενος από την κούραση και με τα νεύρα του τεντωμένα μιας που του έβαλε τις φωνές το πρωί να μην αργήσει. Το παιδί ανέβασε πυρετό και εκείνη είχε αρχίσει να μοιάζει επικίνδυνα στον Ρούντολφ, όμως η ξεροκεφαλιά της σπάει κόκκαλα. Δεν λέει να το κόψει το ρημάδι! Κι ας μην μπορεί να πάρει ανάσα από το φτάρνισμα και τον βήχα. Τον εκνεύριζε όσο τίποτα, αυτή της η δίψα για αναίτια αυτοκαταστροφή.

Πήρε μια κόλλα χαρτί κι ένα στυλό από την τσάντα της. Κάθισε στο γραφείο, δείχνοντας υπακοή. Την έβλεπε να γράφει. Πόσο άλλαξε με τα χρόνια… Πήρε να σκουριάζει, ήδη. Ο χρόνος είχε σταθεί άδικος μαζί της. Αν τους έβαζες δίπλα δίπλα έμοιαζε μεγαλύτερη, τι που ήταν συνομήλικοι; Την προέτρεπε να γίνει κοκκινομάλλα. Από όλη την παλέτα που είχε παρελάσει από το κεφάλι της ήταν η πλέον ταιριαστή απόχρωση, αλλά πεισματικά αρνιόταν.

“Είναι μπελάς το κόκκινο, συνέχεια ξεθωριάζει. Στα κομμωτήρια θα τρέχω;” δικαιολογούνταν.

“Την σιγοτρώει η πόλη σαν σαράκι”, σκέφτηκε. “Δεν ήθελε να έρθει. Συμβιβάστηκε.”

Έπειτα ήρθαν νέες συμφορές να προστεθούν στις παλιές. Την γέρασαν.

“Έχει αδυνατίσει, με το ζόρι γελάει.”

Μόλις πριν λίγες μέρες την βρήκε στο κρεβάτι, έμβρυο απαράλλαχτο, να σιγοκλαίει. Φοβήθηκε να την ρωτήσει τι είχε, μπορεί να του απαντούσε και πώς να πάρεις πίσω τα λόγια που ξεστομήθηκαν; Θα γίνονταν φαντάσματα να τον στοιχειώσουν.

Ακόμα έγραφε…
“Πόσα χρήματα θα χρειαστούν; Έχω;”
Ο μόνιμος βραχνάς.

“Αν ξεφύγουμε, έστω για λίγο δεν βγαίνει ο μήνας” ζωή με το σταγονόμετρο. Δουλειά, σπίτι, δουλειά, λογαριασμοί, καύσιμα και σούπερ μάρκετ. Για διασκέδαση, ούτε λόγος. Είχε τόσο κουραστεί να δουλεύει και να μην απολαμβάνει τίποτα.

Αναρωτιόταν συχνά πώς θα ήταν η ζωή του αν δεν την είχε γνωρίσει ή να την γνώριζε αλλά να μην την είχε παντρευτεί. Θα ήταν καλύτερα; Κοίταξε το παιδί τους.

“Ορίστε!” του είπε δίνοντάς του το χαρτί.

Ανάμεσα από τα ψώνια τού έγραφε εκεί στην ίδια λίστα πράγματα που δεν αγοράζονται, ούτε πωλούνται.

“Γάλα, αυγά, αγάπη, χαρτί κουζίνας, σακούλες απορριμμάτων, έρωτα, πορτοκάλια, πατάτες, χαρά”
Δεν της είπε τίποτα. Έφυγε με την κόλλα διπλωμένη στην κωλότσεπη.

Επέστρεψε με τα ψώνια μετά από πολλή ώρα. Στους δρόμους επικρατούσε χάος και στα σούπερ μάρκετ είχες την βεβαιότητα πως δεν πλησιάζουν Χριστούγεννα, αλλά το τέλος του κόσμου.
“Σου πήρα ένα δώρο”, της είπε.
“Εμένα; Αλήθεια;”

“Ναι! Πάρτο! Καλά Χριστούγεννα!”
Η γυναίκα πήρε την χάρτινη εορταστική σακούλα και την άνοιξε βγάζοντας από μέσα ένα χοντρό βιβλίο με τον τίτλο “Μάκβεθ”. Χαμογέλασε με την ειρωνεία…
“Ευχαριστώ! Καλά Χριστούγεννα!
Θα σου πάρω κι εγώ όταν πληρωθώ.”

Παρασκευή Παπία