Στο τρένο-Χριστόφορος Τριάντης
Καθώς το τρένο έμπαινε στην πρωτεύουσα, αντίκρισα τις λερές πολυκατοικίες με τα ξεθυμασμένα φώτα. Σε κάποιους εξώστες φαίνονταν κάτι παρτέρια με θνήσκοντα λουλούδια.
Στα μικροαστικά διαμερίσματα, οι νοικοκυραίοι αντάμωναν με τις μεγάλες προσδοκίες τους (ταξικές και ερωτικές), αφήνοντας μπόλικο χώρο στον φθόνο (για την ασφάλεια των σχέσεων). Απ’ το μυαλό μου πέρασε η εικόνα των φτωχών γέρων που σκότωναν την ώρα τους, ταΐζοντας τις γάτες τους ακριβές κροκέτες. Περίμεναν να εξασθενήσει η ανημπόρια τους (τελεσίδικα).
Η ψυχρή ατμόσφαιρα σφράγιζε αδιόρατα τούτη τη λειψή ρυμοτομία, εξαφανίζοντας τη γελοιότητα τής αριθμητικής. Αυτόν τον κόσμο δεν τον αγαπώ. Την πραγματικότητά του δεν την αγαπώ. Και η δουλειά μου, ως στέλεχος εταιρείας πληροφορικής, μου προκαλεί αηδία.
Σερβίρουμε διαφημίσεις και ψέματα για να τα οικονομήσουμε. Επιχειρήσεις «προσφοράς και γοητείας» στα πλήθη. Η λογική των εμποράκων είναι ανίκητη. Όλα γίνονται υπέρ της αγίας μονέδας, της μόνης κραταιάς θεάς στον μικρό – μεγάλο μας κόσμο. Αντιλογοτεχνική διαπίστωση, ανελέητη δολοφόνος λέξεων και προθέσεων. Η αμαξοστοιχία έφτασε στον σταθμό. Κάγκελα και πεζογέφυρες σάπιζαν μέσα στην υγρασία.
Οι άνθρωποι σαν ζώα, φορώντας μάσκες μίσους, κρέμονταν στα κινητά τους τηλέφωνα. Οι γρυλισμοί και οι θόρυβοι έδιναν ένα στίγμα μες στην ανωνυμία. Τα βλέμματα προσηλώνονταν στην όποια κίνηση, αδιαφορώντας αν υπάρχει ουρανός. Μέγιστη απορία σοφών και ποιητών. Και στην τελική, ο θάνατος περιμένει: τους φτωχούς στα βρόμικα νοσοκομεία και τους πλούσιους στα πολυτελή σανατόρια, με κοινό παρανομαστή τον εξευτελισμό της όποιας ζωής. Ένα είναι σίγουρο: αυτόν τον κόσμο δεν τον αγαπώ.
Χριστόφορος Τριάντης
Πηγή: surrealistsalonik